Η εδραίωση αυτής της καουμποΐστικης λογικής, του «έτσι θέλω και επειδή έχω τη δύναμη να το κάνω», λογικό είναι να συναντά αντιδράσεις. Κάπως έτσι, οι δύο υπερδυνάμεις της ιστορίας μας έχουν καταλήξει να είναι εντελώς αντιπαθητικές στους περισσότερους τρίτους, με την απώθηση να απέχει από τη ζήλεια με μία πολύ λεπτή γραμμή (καθ’ ότι οι περισσότεροι απλά θέλουν να γίνουν Αμερική στη θέση της Αμερικής και Ολυμπιακός στη θέση του Ολυμπιακού, χωρίς καμία περαιτέρω ηθική αναστολή). Κάπως έτσι επίσης, έχουμε φτάσει να κατηγορούμε, τη μεν Αμερική για όλα τα κακά του κόσμου, τον δε Ολυμπιακό για όλα τα δεινά του ελληνικού ποδοσφαίρου. Φυσικά, μόνο οι φανατικοί και οι τυφλωμένοι δεν παραδέχονται ότι η παγκόσμια κυριαρχία των υπερδυνάμεων έχει και αντικειμενικές αιτίες. Ο Ολυμπιακός, για παράδειγμα, φρόντιζε κατά κανόνα να αγοράζει τους καλύτερους και πιο ακριβούς ποδοσφαιριστές, ενώ συνήθως οι ομάδες του έπαιζαν καλύτερο ποδόσφαιρο από τους ανταγωνιστές του, τους οποίους δεν αμελούσαν να κερδίζουν στις μεταξύ τους αναμετρήσεις, στα ντέρμπι, συχνά πυκνά μάλιστα με μεγάλα και εμφατικά σκορ, που υπογράμμιζαν αυτή την ανωτερότητα. Ένα καταπληκτικό προπονητικό κέντρο, ένα ολοκαίνουριο γήπεδο, εισαγωγή επιχειρηματικού πνεύματος στη λειτουργία της ομάδας, λειτουργούν επικουρικά στη δημιουργία αυτού του μύθου. Την ίδια στιγμή, η Αμερική συνεχίζει να είναι η μεγαλύτερη και πλέον ανοικτή οικονομία στον κόσμο, διαθέτει μακράν τα καλύτερα πανεπιστήμια και νοσοκομεία, είναι πρωτοπόρος στην έρευνα και την τεχνολογία, τη μουσική, τον κινηματογράφο, ενώ οι πόλεις της συνεχίζουν να αποτελούν μυθικούς προορισμούς για όλους εμάς τους υπόλοιπους.
Στον αντίποδα, ο προαιώνιος εχθρός του Ολυμπιακού, ο Παναθηναϊκός, δείχνει να αρχίζει να ξεπερνάει το σοκ που προκάλεσε η κατάρρευση του συστήματος πάνω στο οποίο βάσισε τη δικιά του κυριαρχία (εδώ εξισώνω το Βαρδινογιάννη με τον υπαρκτό σοσιαλισμό, μόνο μη του το πείτε..) και προσπαθεί να απειλήσει ξανά το μεγάλο αντίπαλο με ένα νέο ηγέτη που προέρχεται από τα σπλάχνα του παλιού συστήματος (εδώ μόλις είπα το Τζίγκερ Πούτιν, αλλά αυτό μπορεί να τον κολακεύει). Την ίδια στιγμή αντιμετωπίζει μεγάλο ανταγωνισμό από ένα φυσικό σύμμαχο, που απειλεί να αναταράξει τα νερά και να γυρίσει τον κόσμο ανάποδα. Ο Ανδρέας Βγενόπουλος, με τα μυθικά δισεκατομμύρια ευρώ που δεν έχουν τελειωμό, παίρνει έτσι δικαιωματικά τη θέση της Κίνας, με τα δισεκατομμύρια των κατοίκων της (που και αυτοί δεν έχουν τελειωμό…) και δέχεται τη φθορά της συνεπακόλουθης αστάθειας και ανασφάλειας που δημιουργεί στο υπάρχον σύστημα το τεράστιο μέγεθος του νέου αυτού «παίκτη». Και τα δύο στρατόπεδα έχουν φανατικούς υποστηρικτές αλλά μάλλον αντιμετωπίζονται από όλους τους υπόλοιπους ουδέτερους ως δύο αυτοκρατορίες του κακού, των οποίων η σύγκρουση αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον, και αρκετό φόβο.
Σε αυτό το παράλληλο σύμπαν, η πτωχή πλην τίμια Αθλητική Ένωση Κωνσταντινουπόλεως του Ντέμη Νικολαΐδη και των συντρόφων του, μάλλον μοιάζει περισσότερο με μία άλλη Ένωση, την Ευρωπαϊκή. Η ΑΕΚ αντλεί τη δύναμη της από την ισχύ των μεγαλομετόχων της, όπως ακριβώς η Ένωση αντλεί τη δική της από το συνδυασμό της ισχύς των κρατών μελών. Επίσης, διεκδικεί για τον αυτό της το ηθικό πλεονέκτημα, καθώς παρουσιάζεται να ενδιαφέρεται και να υποστηρίζει έννοιες ευγενείς όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη συμφιλίωση, τη διεθνή συνεργασία και την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών, ακριβώς όπως η ΑΕΚ επιχειρεί να επαναφέρει στο ποδόσφαιρο το ρομαντισμό, την οικογένεια στο γήπεδο, το fair-play και άλλα τέτοια θέσφατα της ποδοσφαιρικής φιλοσοφίας. Σε ότι αφορά τη σχέση της με την υπερδύναμη, η ΑΕΚ συχνά παρουσιάζεται ως αδικημένη, άλλοτε εξοργισμένη, αντιδρώντας σχεδόν πάντα με υστερικό τρόπο απέναντι στο κακό. Η πρόσφατη υπόθεση Βάλνερ, για παράδειγμα, και η αγανάκτηση που προκάλεσε στην ΑΕΚ ο επίλογος της, δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει από την αντίστοιχη μήνη που προκαλεί στους Ευρωπαίους η επίμονη άρνηση της Αμερικής να επικυρώσει το πρωτόκολλο του Κυότο (που είναι και επίκαιρο) καθώς ερμηνεύεται ως η κατ’ εξοχήν απόδειξη της καουμποΐστικης νοοτροπίας που αναφέραμε νωρίτερα, εις βάρος του γενικού καλού (του πλανήτη ή του ποδοσφαίρου).
Στη διεθνή επικαιρότητα, όπως ακριβώς στο ελληνικό πρωτάθλημα, λέμε συχνά πως περνάμε, αργά αλλά σταθερά, από ένα unilateral κόσμο, σε ένα multilateral περιβάλλον, όπου η Αμερικανική ισχύ δεν αρκεί, καθώς πολλές ανερχόμενες περιφερειακές δυνάμεις φιλοδοξούν να την ψαλιδίσουν. Στο ελληνικό πρωτάθλημα οι περιφερειακές αυτές αναδυόμενες δυνάμεις είναι π.χ. ο Άρης των οπαδών του (που λόγω λάτιν χαρακτήρα είναι η Βραζιλία του διεθνούς συστήματος), η Λάρισα του Πηλαδάκη (που επειδή έχει πολλούς οπαδούς μπορεί να είναι η Ινδία), ο Ηρακλής του Ρέμου και ο Πανιώνιος του Τσακίρη. Οι δυνάμεις αυτές, ενώ ακόμα νιώθουν την εξάρτηση από την υπερδύναμη, διατρανώνουν τις αντιθέσεις τους σε όποιο ζήτημα θεωρούν πρόσφορο, επαναβεβαιώνοντας την ανεξαρτησία τους. Παράλληλα, ο αναπτυσσόμενος (για τους φίλους Τρίτος) κόσμος των Καλαμαριών, των Λεβαδειακών και των Εργοτέληδων, καταδυναστευμένος για χρόνια από τις υπόλοιπες δυνάμεις, ξεσηκώνεται, φωνάζει, σκούζει αλλά την κρίσιμη στιγμή δίνει και την ψυχή του στο διάολο για μερικά ψίχουλα εύνοιας της υπερδύναμης.
Ο διαπρεπής καθηγητής του Harvard Joseph Nye έγινε ευρύτερα γνωστός τα τελευταία χρόνια για τη θεωρία της soft power, που αποτελεί μία εναλλακτική πρόταση διαχείρισης της τεράστιας δύναμης της Αμερικής, ώστε αυτή να πετυχαίνει τους στόχους της χωρίς να προκαλεί το θυμό και την αγανάκτηση του υπόλοιπου πλανήτη. Σύμφωνα με το Nye, η Αμερική πρέπει να σταματήσει να βασίζεται τόσο πολύ στην στρατιωτική ή οικονομική της δύναμη για να έχει τα αποτελέσματα που θέλει στις σχέσεις τις με τον υπόλοιπο κόσμο. Ο Αμερικανός καθηγητής προτείνει να δοκιμάσει η χώρα του να επηρεάσει τις υπόλοιπες μέσω των αξιών και της κουλτούρας της, κάνοντας τις Η.Π.Α. ένα παράδειγμα προς μίμηση προς τον υπόλοιπο κόσμο. Είναι μία διαφορετική προσέγγιση της έννοιας του εθνικού συμφέροντος, η οποία δε βασίζεται στους παλιομοδίτικους όρους της υπεροχής της ισχύος και του ημι-νταβατζιλίδικου τρόπου που αυτή εφαρμόζεται. Για να υπάρξει μία τέτοια αλλαγή πολιτικής, είναι απαραίτητα η αλλαγή της σημερινής πολιτικής ηγεσίας των Η.Π.Α., που έχει ταυτιστεί όσο καμία άλλη με τις παλιές λογικές. Και αν στην Αμερική έχουν αρχίσει να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για μια τέτοια αλλαγή, στο ελληνικό ποδόσφαιρο δεν διαφαίνεται κα΄τι αντίστοιχο. Για να το πούμε πιο ξεκάθαρα, ο Ολυμπιακός, για να αρχίζει να εφαρμόζει τη δική του εκδοχή της soft power στο ελληνικό ποδόσφαιρο ίσως έχει ανάγκη να βρει, ή να επινοήσει, το δικό του Barack Obama.
ΥΓ. Στο παραλληλισμό αυτό απέφυγα (ή απέτυχα) να βρω αντιστοιχίες με τον ισλαμικό κόσμο και την επιρροή που ασκεί στο σημερινό διεθνές σύστημα. Ίσως να είχε ενδιαφέρον να εντοπίσουμε τον Αχμαντινετζάντ του ποδοσφαίρου μας, ένα μισοπάλαβο, δηλαδή, τύπο που απειλεί να τινάξει τα πάντα στον αέρα με κανά δυό ατομικές βόμβες.