28.3.08

Το παγοθραυστικό Αλαβάνος

Με την εκλογή του Αλέκου Αλαβάνου στην ηγεσία του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ελάχιστοι είχαν ασχοληθεί σοβαρά. Τότε, το κόμμα της αριστεράς αντιμετώπιζε ακόμα την υπαρξιακή κρίση του 3% ενώ ο πολιτικός του λόγος έμοιαζε παρωχημένος, σε μία εποχή πού όλοι ερωτοτροπούσαν με τις μεταρρυθμίσεις. Οι μόνες ειδήσεις που αναφέρονταν στο κόμμα αφορούσαν την πιθανότητα ο απερχόμενος Πρόεδρος του, ο Νίκος Κωνσταντόπουλος να χριστεί υποψήφιος Πρόεδρος της Δημοκρατίας για μάλλον συμβολικούς (ή επικοινωνιακούς) λόγους από τον νεοεκλεγέντα τότε πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή.

Μόλις 4 χρόνια μετά, ο Αλέκος Αλαβάνος, από το βήμα της Βουλής, εμφανίζεται ως ηγέτης της αντιπολίτευσης της χώρας, ζητώντας από την κυβέρνηση δημοψήφισμα για το ασφαλιστικό νομοσχέδιο. Η απόσταση από το 2004 μοιάζει μεγάλη για να μείνει ασχολίαστη, δεν θα πρέπει να αποτελεί όμως καμία έκπληξη για έναν πολίτη που ενημερώνεται στοιχειωδώς για τα δημόσια ζητήματα. Είναι προφανές, ζούμε πια σε διαφορετικούς καιρούς.

Ο Αλαβάνος, από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε τα καθήκοντα του επιχείρησε να ξαναβάλει το ΣΥΡΙΖΑ ξανά στο παιχνίδι του καθημερινού πολιτικού κάματου. Τα μικροπολιτικά ανέκδοτα που τον χαρακτήριζαν «Μη Κυβερνητική Οργάνωση», σταμάτησαν όταν ο Αλαβάνος άρχισε επανειλημμένα να καλεί τον, πανίσχυρο και άτρωτο, μέχρι τότε, Καραμανλή να απαντήσει στις ερωτήσεις του στη Βουλή, δείχνοντας ότι δεν έχει κανένα πρόβλημα να συγκρουστεί με το «μεγάλο ρήτορα». Το κόμμα αύξησε συντεταγμένα την παρουσία του, διεκδίκησε μερίδιο του δημοσίου διαλόγου, άρπαξε από τα μαλλιά μεγάλες κινητοποιήσεις όπως αυτή των φοιτητών απέναντι στην αναθεώρηση του άρθρου 16, προσεταιρίστηκε περιθωριακές πολιτικές δυνάμεις που, στο τσακίρ κέφι «απαλλοτριώνουν» το δημόσιο χρήμα από τις τράπεζες, απέκτησε μία αισθητική Manu Chao. Το προφίλ του «κόμματος των διανοουμένων» έδινε σιγά σιγά τη θέση του σε αξίες που παραδοσιακά είναι δημοφιλείς στην Ελλάδα: λαϊκές ανησυχίες που διατυπώνονταν με εξίσου λαϊκά επιχειρήματα και μια σταλιά τρεντισμός και επιδίωξη φρέσκων προσώπων, που κορυφώθηκε με την προώθηση Τσίπρα, πρώτα για το δήμο Αθηναίων και κατόπιν, σε μία άκρως εντυπωσιακή κίνηση, στην ηγεσία του Κόμματος. Κάπως έτσι, ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου μεταμορφώθηκε σε Συνασπισμό της Ριζοσπαστικής Αριστεράς.

Έτσι λοιπόν, το κόμμα που κάποτε πάλευε να μπει στη Βουλή άρχισε να αποκτά, σταδιακά, χαρακτηριστικά κόμματος που θέλει να πράξει, να συμμετάσχει στο πολιτικό παιχνίδι και όχι μονίμως να κατακεραυνώνει τους πάντες ex cathedra, γνωρίζοντας ότι δε θα βρεθεί ποτέ στη δυσάρεστη θέση να εφαρμόσει τις ιδέες του. Οι μέρες που κάθε σκέψη πρακτικής υλοποίησης των «ωραίων ιδεών» αντιμετωπιζόταν ως εσχάτη προδοσία για κάθε Συνασπιστή που σεβόταν τα αντιεξουσιαστικά του γαλόνια αποτελούσαν πλέον παρελθόν.

Είναι αξιοπρόσεκτο πως όλη αυτή την πορεία ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. τη διένυσε χωρίς να υποπέσει στο προπατορικό αμάρτημα που πολλοί υποστηρικτές του δεν ήθελαν ούτε καν να σκέφτονται: δε στρογγύλεψε τον πολιτικό του λόγο για να γίνει αρεστός στο «μεσαίο χώρο» (το κατά Λούλη προπατορικό αμάρτημα κάθε σύγχρονου κόμματος), δεν προσέγγισε αυτός την Κεντροαριστερά για να αποκτήσει κυβερνητικές προοπτικές (εσχάτως, δε, γίνεται το αντίθετο), δεν υιοθέτησε ήπιες θέσεις για να αποκτήσει ποιότητα διακυβέρνησης. Αντίθετα, παρέμεινε σταθερός στις – αφελείς, ανεδαφικές ή αναποτελεσματικές πολλές φορές – αριστερές του ιδέες για ένα καλύτερο κόσμο που «είναι εφικτός». Σε μία εποχή που διέπεται από μία πρωτοφανή αμφισβήτηση των δογμάτων της ελεύθερης αγοράς, την πρώτη σε τέτοια έκταση μετά το 1989, αυτές οι ιδέες μοιάζουν πια να τοποθετούνται περισσότερο στο επίκεντρο παρά στο περιθώριο του πολιτικού διαλόγου. Και κάνουν τα 18% των δημοσκοπήσεων να δείχνουν καθ’ όλα φυσιολογικά.

Η στρατηγική Αλαβάνου έφτασε στο αποκορύφωμα της την προηγούμενη Τετάρτη στη Βουλή. Η πρόταση δημοψηφίσματος χαρακτηρίστηκε άκρατος λαϊκισμός από την κυβέρνηση. Στην εγχώρια πολιτική αργκό, αυτό είναι συχνά συνώνυμο του αιφνιδιασμού. Ο Υπουργός Οικονομίας, που ανέλαβε να απαντήσει, αντέτεινε πως σύνθετα κοινωνικά προβλήματα σαν το ασφαλιστικό δεν προσφέρονται για δημοψηφίσματα. Είναι αδύνατο, είπε, να κληθούν να απαντήσουν οι πολίτες με ένα ναι ή ένα όχι σε ζητήματα που αφορούν χιλιάδες τεχνοκρατικές διατάξεις με πολλές δυσνόητες λεπτομέρειες. Πέρα από την σχετική υπεκφυγή που φανερώνει η απάντηση (όλα τα τεχνοκρατικά προβλήματα θα έπρεπε δυνητικά να μπορούν να απλοποιηθούν και να τεθούν στην κρίση του λαού, αυτή άλλωστε είναι και η –καθόλου απλή φυσικά- δουλειά των πολιτικών ), η θέση του Υπουργού Οικονομίας είναι περισσότερο από τίποτε άλλο κοντόφθαλμη. Κοντόφθαλμη, γιατί αγνοεί ότι η συζήτηση εμπεριέχει μία τεράστια δυναμική και είναι συγκλονιστικά καίρια, χωρίς να αφορά απαραίτητα αυτό καθαυτό το –κατά τ’ άλλα εξαιρετικά σημαντικό- ζήτημα του ασφαλιστικού. Παρά φανερώνει απλά την κορυφή του παγόβουνου για ζητήματα που αφορούν τη γενικότερη λειτουργία του πολιτεύματος και της δημοκρατίας μας και, φωνάζουν εδώ και καιρό πως, είναι καιρός να αλλάξουν. Από την άποψη αυτή, το γεγονός ότι ο Αλέκος Αλαβάνος προχώρησε στην πρόταση δημοψηφίσματος από τα έδρανα της Βουλής αποκτά ένα έντονα συμβολικό χαρακτήρα. Το πώς, το γιατί και με ποιους όρους είναι ζητήματα που θα αποπειραθούμε να αγγίξουμε σε λίγες μέρες…

19.3.08

Mythbusters

Επανέφερε στη μνήμη ωραίες αναμνήσεις η τελευταία παρέμβαση του φίλου Χρυσόστομου στο προηγούμενο post. Αναμνήσεις που έχουν κυρίως να κάνουν με το παιδικό μας όνειρο να γίνουμε δημοσιογράφοι, να καθορίζουμε την ατζέντα της επικαιρότητας και, που και που, να…κάνουμε λίγη έρευνα.
Αφορμή για την μικρή αυτή έρευνα, το επιχείρημα, που καλόπιστα χρησιμοποιήθηκε περί ύπαρξης «δεδικασμένου» στην αγαπημένη μας διαμάχη με τη βόρειο γείτονα χώρα (που όπως σωστά μου επισημάνθηκε λέγεται ΠΓΔΜ και όχι ΦΥΡΟΜ στα ελληνικά). Γιατί δεν χρησιμοποιούμε το παράδειγμα της Γαλλίας, λέει το επιχείρημα αυτό, η οποία, εν όψει της εισόδου της Μεγάλης Βρετανίας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες κατάφερε να κάνει τους δύστυχους Μεγαλοβρετανούς να αλλάξουν το όνομα του κράτους τους σε Ηνωμένο Βασίλειο, λόγω της ύπαρξης της δικιάς τους επαρχίας Βρετάνης. Οι ομοιότητες με τη δικία μας Μακεδονία, συγκλονιστικές. Το επιχείρημα χρησιμοποιείται, έτσι, για να καταδείξει την προφανή ενδοτικότητα της ελληνικής διπλωματίας, τη στιγμή μάλιστα που υπάρχει ένα τέτοιο δεδικασμένο. Όλα αυτά θα ήταν ειδυλλιακά, φυσικά αν ήταν αλήθεια.

Πραγματικά είναι να απορεί κανείς για το πως έχει επιπλεύσει τελευταία αυτό το επιχείρημα, γιατί, σύμφωνα με τη δική μου τουλάχιστον έρευνα, κάτι τέτοιο απλά δεν έχει συμβεί. Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει εισέλθει στην Ένωση με το επίσημο όνομα του, δηλαδή United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland και με το όνομα αυτό έχει υπογράψει και τις σχετικές συνθήκες προσχώρησης. Το "Μεγάλη Βρετανία" είναι απλά άλλος ένας (από τους πάρα πολλούς) καθαρά γεωγραφικός όρος που χρησιμοποιείται στην περιοχή και αναφέρεται αποκλειστικά στο κυρίως νησί (Αγγλία, Σκοτία και Ουαλλία), χωρίς να περιλαμβάνει το κομμάτι της Βόρειας Ιρλανδίας και τα υπόλοιπα νησάκια γύρω γύρω που, όμως, αποτελούν μέρος της Ένωσης (Orkney, Shetland κτλ). Ηνωμένο Βασίλειο είναι το επίσημο όνομα του κράτους από το 1801, οπότε και έπαψε να χρησιμοποιείται με πολιτική βαρύτητα ο όρος Μεγάλη Βρετανία, προφανώς χωρίς την ανάμειξη ούτε της Γαλλίας ούτε φυσικά...της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ούτε φυσικά μπορώ να φανταστώ οι Μεγαλοβρετανοί να ανέσυραν από το χρονοντούλαπο της Ιστορίας έναν απηρχαιωμένο πολιτικό όρο για τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, εκτός αν υποψιαστώ ότι, με το γνωστό χιούμορ τους, το έκαναν για να τη σπάσουν στους Γάλλους.
Η ιστορία είναι και διδακτική και ενδιαφέρουσα. Αντιλαμβάνομαι πως μπορεί να είναι πιασάρικο ή αληθοφανές (ομολογώ και εμένα με προβλημάτισε όταν το πρωτοάκουσα) το επιχείρημα σε όσους αναζητούν δεδικασμένα για να υποστηρίξουν την, απαξιωμένη διεθνώς, ελληνική επιχειρηματολογία. Αντιλαμβάνομαι επίσης πως , όταν θες να ξεκινήσεις το «blame game», κατηγορώντας τους θεσμούς της χώρας, όπως η διπλωματία ή η πολιτική εξουσία, για ενδοτισμό, θεωρείς πως νομιμοποιείσαι να μετατρέψεις μία ωραία ιστορία σε λογικοφανές επιχείρημα. Αποκαλύπτει, όμως, την εθελοτυφλία με την οποία περιβάλλουμε στην Ελλάδα τα «εθνικά» μας προβλήματα. Πριν από λίγες εβδομάδες, λίγο πριν τα συλλαλητήρια (είναι άραγε τυχαία η χρονική συγκυρία), κυκλοφόρησε ένα email με το γνωστό χαρτονόμισμα που απεικονίζει τον Λευκό Πύργο, για να χωνέψουμε μία και καλή τις αλυτρωτικές επιδιώξεις των γειτόνων μας. Αναπαράχθηκε, εντελώς άκριτα, από δημοσιογράφους σε εφημερίδες και ραδιοφωνικούς σταθμούς στην Αθήνα(ούτε θέλω να φαντάζομαι τι θα έγινε στη Θεσσαλονίκη) χωρίς κανείς να έχει τη στοιχειώδη λογική να αναφέρει ότι το νόμισμα της ΠΓΔΜ ονομάζεται δηνάριο (αντικαθιστώντας το γιουγκοσλαβικό δηνάριο) και όχι αυτό το γραφικό «μακεντόνσκι» που εμφανίζεται στο mail. Την ίδια λογική εξυπηρετούν και όσοι, εξίσου άκριτα (ή μήπως ηθελημένα), αναπαράγουν διάφορες τερατώδεις ανακρίβειες περί δήθεν ύπαρξης "αλυτρωτικών" αναφορών στο Σύνταγμα της γειτονικής χώρας. Το οποίο, χωρίς αυτό να φαίνεται πως έχει την παραμικρή σημασία για τους εγχώριους δημόσιους κατήγορους, έχει τροποποιηθεί (μετά από ελληνικές πιέσεις) ώστε να περιλαμβάνει καθησυχαστικές προς τους φόβους μας διατάξεις. Αλήθεια, τι πιο ευλωττό, ως προς αυτό, από τη διατύπωση "The Republic of Macedonia has no territorial pretensions towards any neighboring state"(Amendement 1);

Το συμπέρασμα είναι πως, τελικά, χρησιμοποιούμε ότι μας βολεύει. Αλυτρωτικές οι επιδιώξεις των γειτόνων μας; Πάρτε μερικά fake χαρτονομίσματα για το λόγου το αληθές. Δείξτε και μερικά γραφικά powerpoint των αντίστοιχων μακεδονομάχων από την άλλη πλευρά των συνόρων προς εμπέδωσιν (άσχετα αν το Διαδίκτυο βρίθει παρόμοιων ελληνικών κουταμάρων για την Πόλη και την Αγιά Σοφιά). Αγνοείται το δεδικασμένο(λες και δε μιλάμε για διεθνείς σχέσεις αλλά δικαστήριο) και η ελληνική πολιτική ηγεσία «ξεπουλάει τη Μακεδονία μας» στους «γυφτοσκοπιανούς»; Ορίστε τι έκαναν οι τσίφτηδες γάλλοι διπλωμάτες 50 χρόνια πριν για να διασφαλίσουν τα συμφέροντα της τιμημένης Βρετάνης. Ζούμε, κατά συνέπεια, σε ένα παράλληλο σύμπαν, όπου το αληθές είναι το εθνικό (για να παραφράσουμε τον Κοραή) και παρουσιάζουμε επιλεκτικά στοιχεία για να ενισχύσουμε τις απόψεις μας και να επιβεβαιώσουμε, εμείς οι ίδιοι, τις προφητείες που περιφέρονται στη δημόσια μας σφαίρα. Κάπου κάπου, μας έρχεται στο νου και αυτός ο άμοιρος ο κριτικός λόγος που «ανακάλυψαν» οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, αλλά τότε το μόνο που ξέρουμε, είναι μερικές , κουτές τελικά, ιστορίες με βελανίδια και Παρθενώνες…

P.S.: Είμαι ανοιχτός σε στοιχεία που αποδεικνύουν το αντίθετο των όσων λέω. Διατίθεμαι, μάλιστα, αν αυτά προσκομιστούν, να κάνω εντυπωσιακή κωλοτούμπα συμμετέχοντας στο επόμενο συλλαλητήριο του Λ.Α.Ο.Σ. ντυμένος Βουκεφάλας...

17.3.08

Ένα συνέδριο, τρία λάθη...

Πάει και αυτό το συνέδριο του ΠΑΣΟΚ. Τέλειωσε αλλά δε νομίζω ότι η κοινωνία μετά την Κυριακή άλλαξε διαθέσεις απέναντι στο ΠΑΣΟΚ και τον ΓΑΠ. Όχι ότι περίμενα να αλλάξουν και πολλά, αλλά όταν άκουγες τον ΓΑΠ να μιλάει για το συνέδριο ήταν σαν τους παπάδες που προαναγγέλλουν τη δευτέρα παρουσία όπου όλα θα αλλάξουν ξαφνικά. Τελικά αυτά που θα μείνουν ως σημαντικά γεγονότα του συνεδρίου είναι 1) Η πρόταση συνεργασίας προς τον Συνασπισμό και 2) η μετατροπή της θητείας σε κυβερνητικό πόστο σε πλημμέλημα. Εκτός από αυτά τα δύο εγώ προσωπικά θα κρατήσω και ένα ακόμα: την ιδιόμορφη αντίληψη περί ανεξάρτητων ΜΜΕ που απέκτησαν στο ΠΑΣΟΚ.

Ας πάρουμε τα πράγματα με την ανάποδη σειρά. Όταν ο ΓΑΠ λοιπόν καταγγέλλει ότι τα ΜΜΕ εξαρτώνται από πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα δεν μας λέει και κάτι καινούριο. Απλώς αυτό που θέλει να πει είναι ότι το MEGA, ΤΑ ΝΕΑ και ΤΟ ΒΗΜΑ δεν εκπληρώνουν τον «πασοκικό» τους ρόλο ως μέσα που πρόσκεινται φιλικά στο κόμμα επειδή δεν τον θέλουν ως πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ. Να συμφωνήσω ότι αυτό γίνεται. Η απάντηση λοιπόν του ΠΑΣΟΚ ποια είναι? Αφού πρώτα υποσχέθηκαν ένα νέο νόμο για τα ΜΜΕ που θα εξασφαλίζει τη διαφάνεια τελικά κατέληξαν ότι πιο χρήσιμο είναι ένα κομματικό μέσο ενημέρωσης! Ο ορισμός της αντίφασης δηλαδή. Γιατί τελικά τι θέλουμε? Ανεξάρτητα ΜΜΕ ή μήπως ΜΜΕ που να μας στηρίζουν? Η απόφαση λοιπόν για παραταξιακό μέσο ενημέρωσης δείχνει ότι μάλλον θέλουμε ΜΜΕ που θα ελέγχουμε.

Το Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ ή, πιο σωστά, ο ΓΑΠ διαθέτουν και νομοθετικές αρμοδιότητες και εν μία νυκτί μετέτρεψαν σε αδίκημα την θήτευση σε υπουργείο! Όπως αποφάσισε λοιπόν ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ η θητεία σε κυβερνητικό πόστο αυτόματα σε κάνει αντίβαρο στην ανανέωση και φορέα κυβερνητισμού και αυτομάτως αποκλείεται από το πολιτικό όργανο του κόμματος! Δέχομαι ότι ο ΓΑΠ προχώρησε στην κίνηση αυτή για να ανανεώσει το κόμμα και όχι για να αποκλείσει τον Βενιζέλο. Σε κάθε περίπτωση όμως έχει επικίνδυνες προεκτάσεις αφού μετατρέπει σε «αμαρτία» την κυβερνητική εμπειρία. Αλλά το λάθος του ΓΑΠ στην προκειμένη περίπτωση είναι διπλό. Γιατί την ριζική ανανέωση τη ζητούσε ο κόσμος επιτακτικά το 2004. Το 2008 αυτό που του ζητάει είναι τη στοιχειώδη πολιτική σοβαρότητα και ένα κόμμα που θα εκπέμψει αξιοπιστία. Και δυστυχώς, αλλά έτσι παίζεται το παιχνίδι σήμερα, αξιοπιστία εκπέμπεις μόνο με πρόσωπα που ο κόσμος γνωρίζει και εμπιστεύεται.

Τέλος, το ΠΑΣΟΚ απέδειξε για μία ακόμη φορά ότι αδυνατεί να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της πολιτικής επικοινωνίας. Κατάφερε να κάνει πρωταγωνιστή τον Τσίπρα στις 2 πρώτες μέρες του συνεδρίου. Και θα μπορούσαν να το έχουν προβλέψει γιατί όταν ολόκληρη την εβδομάδα τα ΜΜΕ αναφορικά με το συνέδριο παίζουν δυνατά μόνο το εάν θα πάει ή όχι ο Τσίπρας και τι θα πει, τότε το λιγότερο που έχεις να κάνεις είναι να τον αγνοήσεις. Όχι να του προτείνεις συνεργασία που ξέρεις εκ των προτέρων ότι θα αρνηθεί…

Για να μιλήσουμε λίγο και για πολιτική, εκτιμώ ότι η πρόταση του ΠΑΣΟΚ για διάλογο-συνεργασία με τον Συνασπισμό είναι μία σωστή στάση και μπορεί να αποτελέσει την απάντηση στην κρίση του πολιτικού συστήματος σήμερα στην Ελλάδα. Κι αυτό γιατί μπορούν να καλύψουν το έλλειμμα αντιπροσωπευτικότητας και δημοκρατίας που δικαίως νιώθει σήμερα ο πολίτης. Γιατί είναι έλλειμμα αντιπροσωπευτικότητας να κυβερνάει το 42% των πολιτών που πήγαν να ψηφίσουν και μεταφράζεται σε λιγότερο από 30% του πληθυσμού της χώρας. Είναι έλλειμμα δημοκρατίας όταν αυτό το ποσοστό χρησιμοποιεί την επίπλαστη πλειοψηφία του απολυταρχικά τρόπο έτσι ώστε να εμποδίζει τον κοινοβουλευτικό έλεγχο αλλά και να νομοθετεί υπό την πίεση της κομματικής πειθαρχίας. Συνεπώς η λύση σε όλα τα παραπάνω μπορεί να έρθει μέσα από ένα συνασπισμό κομμάτων που θα δίνει ευρύτερη νομιμοποίηση. Βέβαια, ακόμα και καταφατική απάντηση να έδινε ο Τσίπρας στην πρόταση του ΓΑΠ, ο διάλογος πάλι δεν θα κατέληγε σε συγκρότηση συμμαχίας γιατί τα δύο κόμματα κινούνται σε διαφορετικούς άξονες. Συνεπώς θα ήταν χρήσιμο να ανοίξει ένα διαρκές φόρουμ ανταλλαγής απόψεων και προσπάθεια ιδεολογικής σύγκλισης όπου σίγουρα θα υπάρξουν διαφωνίες. Άλλωστε αν συμφωνούν σε όλα, τότε δεν υπάρχει λόγος να είναι διαφορετικά κόμματα.

5.3.08

Σχολιάζοντας (με ευχαρίστηση) τα μη επίκαιρα!

Ξεκίνησα για να απαντήσω με τη μορφή σχολίου, αλλά στην πορεία προέκυψε ολόκληρο κατεβατό. Μερικές διευκρινίσεις, λοιπόν, και ορισμένες θέσεις, στο διάλογο σχετικά με την Τούρκία, την Ευρωπαϊκή Ένωση (αλλά όχι τα εσωκομματικά του ΠΑΣΟΚ!!)
- Η ένταξη μίας υποψήφιας χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση πολύ λιγότερο έχει σχέση με τα λεγόμενα κριτήρια της Κοπεγχάγης και αυτή κάθ' αυτή την ενταξιακή διαδικασία και πολύ περισσότερο εξαρτάται από τους εκάστοτε πολιτικούς συσχετισμούς σε μία δεδομένη χρονική στιγμή. Είναι μία καθαρά πολιτική διαδικασία και οι παράμετροι που την καθορίζουν λίγο διαφέρουν από την εποχή που ανάλογα ζητήματα απασχολούσαν τον Μέτερνιχ και τον Ταλεϋράνδο. Αυτό είναι οφθαλμοφανές και στην ίδια την περίπτωση της Τουρκίας, αφού δε νομίζω ότι το 99 στο Ελσίνκι ήταν καταλληλότερη για ένταξη χώρα και έκτοτε έχει κυλιστεί στο βούρκο του αντι-ευρωπαϊσμού. Μάλλον το αντίθετο έχει συμβεί. Αυτό που άλλαξε είναι οι πολιτικές προτεραιότητες κάποιων μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών. Θυμίζω ότι τα ενταξιακά ζητήματα αποτελούν ακόμα αρμοδιότητα των εθνικών κυβερνήσεων των κρατών-μελών, έτσι όπως εκφράζονται μέσω του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι δηλαδή μία καθαρά παλιομοδίτικη, διακυβερνητική υπόθεση. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχουν, κατά συνέπεια, πολύ μικρότερο λόγο απ’ ότι έχουμε συνηθίσει.
- Μεγάλο μέρος της «λαϊκής δυσαρέσκειας» προς την τουρκική ένταξη έχει να κάνει κυρίως με τις παρούσες συνθήκες που επικρατούν στην Ευρώπη. Δεν αποτελεί καμία τρομακτική πρωτοτυπία αν πούμε πως οι περισσότεροι Ευρωπαίοι ανησυχούν έντονα για πράγματα που θεωρούνταν μέχρι στιγμής δεδομένα: η οικονομική ευμάρεια, το μέλλον των προγραμμάτων συνταξιοδότησης, μία ολοένα και εξελισσόμενη και αβέβαιη αγορά εργασίας, η ανεργία, η μετανάστευση και οι επιπτώσεις που μπορεί να έχει μακροπρόθεσμα, είναι παράγοντες που δικαιολογημένα αποσταθεροποιούν τους Ευρωπαίους και τους κάνουν λιγότερο δεκτικούς σε μία, αναμφίβολα, σημαντική διεύρυνση. Η αντίθεση, λοιπόν, στην τουρκική ένταξη θαρρώ πως έχει σαφώς λιγότερες αναφορές σε πολιτισμικές διαφορές απ’ όσο θα ήθελαν να πιστεύουν οι Λε Πέν του κόσμου αυτού. Άλλωστε, ούτε η διεύρυνση στα Δυτικά Βαλκάνια είναι περισσότερο δημοφιλής αυτό τον καιρό, χωρίς εκεί να ισχύουν τα πολιτισμικά κριτήρια που εφαρμόζουμε στην περίπτωση της Τουρκίας.
- Κατά συνέπεια, οι παράγοντες που φέρνουν την Τουρκία μακρύτερα από την Ευρωπαϊκή Ένωση μπορούν κάλλιστα, κατά την άποψη μου, να μεταβληθούν στο μέλλον. Εδώ θα διαφωνήσω με τον Αλέξη σχετικά με τον αν η Τουρκία είναι, διαχρονικά, ο «άλλος» για όλους τους Ευρωπαίους. Αυτό ισχύει περισσότερο για λαούς που ήρθαν λόγω της γεωγραφίας σε επαφή με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, και δεν αφορά απαραίτητα Σκανδιναβούς, Αγγλοσάξονες, Μπενελούξιους, Ίβηρες κτλ κτλ.
- Στο σημείο αυτό, είναι πολύ χρήσιμη η διάκριση που εισήγαγε ο Αλέξης για το αν επιθυμούμε την Τουρκία στην Ευρωπαϊκή Ένωση σκεπτόμενοι ως Έλληνες ή σκεπτόμενοι ως Ευρωπαίοι (δηλαδή ευρωπαϊστές). Όσον αφορά το πρώτο σκέλος, δεν νομίζω ότι τίθεται απολύτως κανένα ζήτημα επιλογής. Την Ελλάδα την συμφέρει απόλυτα και χωρίς καμία περιστροφή η όσο το δυνατόν γρηγορότερη ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως πλήρες, ισότιμο και νομοταγές μέλος. Δεν είναι απαραίτητο ότι όλα τα προβλήματα θα λυθούν δια μαγείας, ούτε ότι οι σχέσεις θα βελτιωθούν άμεσα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι όμως μία μοναδική ευκαιρία για να γίνει αυτό. Τουλάχιστον θα αρχίσει να επιλύεται η εξίσωση Τουρκία στην Ε.Ε.= υποχρέωση των δύο πλευρών σοβαρής συζήτησης και διαπραγμάτευσης των διαφορών με σημαντική προοπτική επίλυσης τους= απομάκρυνση πιθανότητας εντάσεων και άλλων θερμών επεισοδίων = μείωση εξοπλισμών και εξοικονόμηση τεράστιων χρηματικών ποσών για περισσότερο χρήσιμα πράγματα (και κατ’ επέκταση κατάργηση της στρατιωτικής θητείας J). Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος, προφανώς είναι πιο περίπλοκο το ζήτημα, αλλά τείνω να συμφωνήσω στα περισσότερα με τον Αλέξη. Να σημειώσω απλά ότι βασική αρχή λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (και απορώ πως ο Κώστας Σημίτης χρησιμοποιεί το επιχείρημα αυτό) είναι η εσωτερική εξισσορόπηση της δύναμης που μπορεί να έχουν τα μεγαλύτερα σε πληθυσμό και έκταση κράτη προς όφελος των μικρότερων. Αυτό αλλάζει σχετικά με τη νέα Μεταρρυθμιστική Συνθήκη που θα τεθεί οσονούπω σε ισχύ αλλά ως αρχή δεν πρόκειται ποτέ να εξαλειφθεί από το modus operandi της Ε.Ε. Άλλωστε, όπως σωστά επισημάνθηκε, η δύναμη ενός και μόνο κράτους τείνει να εξαλειφθεί σε μία Ένωση των 27 και μελλοντικά 30 ή 35, όσο και να «γεννοβολάνε οι Τουρκάλες». Το μόνο ευρωπαϊκό όργανο στο οποίο ο πληθυσμός ενός κράτους έχει άμεσο αντίκτυπο (και πάλι όχι αναλογικά) στην εκπροσώπηση του κράτους αυτού, είναι το Ευρωκοινοβούλιο, το οποίο, αν και είναι συμπαθέστατο, ασχολείται κατά κύριο λόγο με τις εισαγωγές ζαχαρότευτλών από την Κολομβία, τα αντιπλημμυρικά έργα στην Κάτω Ρηνανία και τα χημικά συστατικά των καλλυντικών, ζητήματα τα οποία η Τουρκία, έμπειρο ή όχι μέλος, αδυνατώ να φανταστώ πως θα υπονομεύσει. Πιστεύω πως οποιεσδήποτε ενστάσεις σχετικά με την ένταξη της Τουρκίας οφείλουν να τοποθετούνται υπό το γενικότερο θέμα αν συμφωνεί κανείς ή διαφωνεί με την περαιτέρω διεύρυνση της Ε.Ε. Άλλωστε, όπως σωστά επισημαίνει ο Αλέξης, δεν μπορώ να φανταστώ πως μπορεί να αρνηθεί κάποιος την ένταξη στην Τουρκία βάση πολιτισμικών κριτηρίων. Να είχε άραγε άδικο ο Χάμπερμας όταν, αναφερόμενος στον ευρωπαϊκό πολιτισμό, έλεγε πως «η αναγνώριση των διαφορών, η αμοιβαία αναγνώριση του άλλου στην ετερότητα του, μπορεί επίσης να αποτελέσει το διακριτικό μίας κοινής ταυτότητας»;
- Η Ελλάδα λοιπόν δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζει κανένα δίλημμα σε σχέση με την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Είναι προς το συμφέρον μας, άρα έχουμε κάθε δικαίωμα να μη σταματήσουμε να την υποστηρίζουμε μέχρι να ευοδωθεί. Δεν σας κάνει εντύπωση πως ακόμα και το ΛΑ.Ο.Σ., εμπλεόμενο φυσικά από ένα άκριτο, ρατσιστικό αντιτουρκισμό, μη βρίσκοντας κάποιο άλλο πειστικό επιχείρημα, επιδίδεται σε μία άκρως διασκεδαστική καμπάνια αντίθεσης στην τουρκική ένταξη η οποία στηρίζεται στο πόσο θα βλάψει δήθεν την Ένωση μια τέτοια εξέλιξη (οι μεγάλοι ευρωπαϊστές, αυτοί), πετώντας φυσικά με μεγάλη ευκολία στα σκουπίδια το εθνικό συμφέρον για το οποίο υποτίθεται κόπτεται σε κάθε άλλη περίπτωση.
- Εξαλλου, το να αλλάξει αυτή τη στιγμή η Ελλάδα στάση σε ένα τόσο κεφαλαιώδες ζήτημα μόνο ως καιροσκοπισμός μπορεί να εκληφθεί από όλους τους εμπλεκόμενους. Θα έμοιαζε να λέμε, «ναι, αλήθεια, τους απεχθανόμαστε, αλλά τόσο καιρό εσείς οι υπόλοιποι ήσασταν υπέρ, οπότε πηγαίναμε με τα νερά σας για να μη φανούμε μαύρα πρόβατα». Αντίθετα, εμμένοντας στην στάση της και την πολιτική της, η Ελλάδα μπορεί να τονίσει την αξιοπιστία της και τη συνέπεια της, τόσο ως εταίρος όσο και ως γείτονας, δείχνοντας με τον πιο ουσιαστικό τρόπο αυτό που λένε οι αμερικάνοι ότι «we mean business». Όσον αφορά την ευρωπαϊκή απομόνωση στην οποία θα μας καταδικάσει μια τέτοια εμμονή, ενώ κατανοώ την αγωνία του Xpatik να μην αναβιώσουν μέρες τις δεκαετίας του 80, θεωρώ πως είναι υπερβολική. Η φθορά της απομόνωσης σε τέτοια ζητήματα προέρχεται κυρίως όταν μπλοκάρεις αιωνίως ένα ζήτημα και δεν αφήνεις την Ένωση να προχωρήσει τις κοινές πολιτικές της, για λόγους που από τους υπόλοιπους λογίζονται ως εσωτερικής κατανάλωσης και μικροπρεπείς (όπως για παράδειγμα η περίπτωση του βέτο της ΦΥΡΟΜ στο ΝΑΤΟ ή την Ευρωπαϊκή Ένωση). Στην περίπτωση της Τουρκίας, όμως, η Ελλάδα δεν θα ζητάει τίποτα παραπάνω από συνέχιση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων των δύο πλευρών, καλή τη πίστει και με διαφάνεια.

1.3.08

Η VOLTE-FACE ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΣΗΜΙΤΗ


Ο πρώην πρωθυπουργός της χώρας κ. Κώστας Σημίτης με μια σειρά από διαλέξεις και άρθρα του τον τελευταίο καιρό πραγματοποιεί αυτό που γαλλιστί αποκαλείται volte-face. Μια απότομη αλλαγή στάσης σε ένα ζήτημα το οποίο οι ίδιες οι κυβερνήσεις Σημίτη προώθησαν (και υπήρξαν ρηξικέλευθες ως προς αυτό) στην ελληνική εξωτερική πολιτική. H volte face του Κώστα Σημίτη αφορά την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Με πρόσφατο άρθρο του στο Βήμα (της 17ης Φεβρουαρίου) ο κ. Σημίτης κατέστησε σαφείς τις απόψεις του για το ζήτημα, και από μια άποψη είναι άξιος συγχαρητηρίων, γιατί χρειάζεται πράγματι κουράγιο για να αντικρούσει κανείς δημόσια μια πολιτική την οποία ο ίδιος είχε εκκινήσει –και μάλιστα με κόστος. Από την άλλη, ωστόσο, η απότομη αλλαγή πλεύσης του Κώστα Σημίτη πάσχει σε ορισμένα βασικά σημεία.

Σύμφωνα με τον κύριο Σημίτη η ελληνική υποστήριξη της τουρκική υποψηφιότητας για πλήρη ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση είχε νόημα μόνο μέσα στο πλαίσιο του Ελσίνκι ή κάποιας άλλης συμφωνίας η οποία θα δέσμευε ξεκάθαρα την Τουρκία να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να προβεί σε υποχωρήσεις. Ο κ. Σημίτης ασκεί στο σημείο αυτό κριτική στην κυβέρνηση Καραμανλή για την αποτυχία της να εκμεταλλευτεί την βάση του Ελσίνκι και υποστηρίζει ότι χάθηκε μια σημαντική ευκαιρία να μπουν τα ελληνοτουρκικά σε τροχιά επίλυσης χάρη στο δέλεαρ της τουρκικής υποψηφιότητας. Επιπλέον, οι εξελίξεις στις ευρωπαϊκές χώρες δημιουργούν νέα δεδομένα: Καθώς Γάλλοι και Γερμανοί –μεταξύ άλλων- δηλώνουν πλέον ξεκάθαρα και επίσημα την προτίμησή τους για «ειδική σχέση», οι πιθανότητες των Τούρκων να πραγματοποιήσουν το ευρωπαϊκό τους όνειρο στην πληρότητά του φαίνονται να ελαττώνονται ραγδαία. Το σκεπτικό του κ. Σημίτη είναι ότι εφόσον δεν εκμεταλλευτήκαμε το Ελσίνκι και με βάση τα νέα ευρωπαϊκά δεδομένα η ελληνική στάση πρέπει να μεταστραφεί. Ποια στάση όμως; Σε σχέση με την στρατηγική μας στα ελληνοτουρκικά ή σε σχέση με την τουρκική ένταξη;

Ο Κώστας Σημίτης θεωρεί σαφώς ότι πρέπει να αλλάξουμε στάση σε σχέση και με τα δυο θέματα. Αφενός, η επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών θα πρέπει να αποσυνδεθεί (τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό) από την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Είναι, λέει ουσιαστικά ο κ. Σημίτης, μάταιο να επαναλαμβάνουμε απειλητικά ότι η Τουρκία θα μπει στην ΕΕ μόνο όταν λύσει τις διαφορές της με την Ελλάδα, την ίδια ώρα που ισχυρά ευρωπαϊκά κράτη διπλαμπαρώνουν την πόρτα της εισόδου. Αφετέρου, συνεχίζει η λογική Σημίτη, εφόσον η θερμή στήριξη της τουρκικής ένταξης δεν εξυπηρετεί τα ελληνικά συμφέροντα θα πρέπει να την δούμε υπό ένα ευρύτερο πλέον πρίσμα, ένα πρίσμα ευρωπαϊκό. Και θα πρέπει να την απορρίψουμε.

Ο κ. Σημίτης έχει απόλυτο δίκιο στο πρώτο κομμάτι των επιχειρημάτων του. Η ελληνική στρατηγική πρέπει να αλλάξει, ο διμερής διάλογος και τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (που είχαν ξεκινήσει επίσης επί πρωθυπουργίας του) πρέπει να συνεχιστούν και να ενταθούν. Η Ελλάδα δεν μπορεί πλέον να βασίζεται όσο στο παρελθόν στην καταλυτική επιρροή του ευρωπαϊκού δέλεαρ στην αντίπερα όχθη του Αιγαίου. Στο δεύτερο μέρος, όμως, η λογική του πρώην πρωθυπουργού χαρακτηρίζεται από κυνισμό και θέτει καίρια ερωτήματα σε σχέση με την ίδια την ηθική υπόσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την ταυτότητά της αλλά και τον προορισμό της.

Για τον κ. Σημίτη η είσοδος της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα δημιουργήσει προβλήματα στην λειτουργία της Ένωσης νοούμενης ως «μιας σύγχρονης Ευρώπης των πιο ανεπτυγμένων κρατών του κόσμου». Θα ήταν ίσως καλό να υπενθυμίσουμε σε αυτό το σημείο ότι όταν η Ελλάδα μπήκε στην ΕΟΚ μπορεί οι Ευρωπαίοι να είχαν πολλά στερεότυπα κοπλιμέντα να μας κάνουν (κοιτίδα της δημοκρατίας κλπ) αλλά η λέξη «ανεπτυγμένος» οπωσδήποτε δεν ήταν ένα από αυτά. Βέβαια, όπως επισημαίνει ο κ. Σημίτης, σε λίγα χρόνια από τώρα ο πληθυσμός της Τουρκίας θα είναι μεγαλύτερος από 100 εκατομμύρια. Πέρα από την οικονομική καθυστέρηση ο μεγάλος πληθυσμός της Τουρκίας και η μεγάλη θεσμική δύναμη που θα αποκτήσει στα όργανα της Ένωσης θα αποτελέσουν τροχοπέδη στην πορεία της. Γιατί όμως; Γιατί μπορούμε να δεχόμαστε, σχεδόν να επιδιώκουμε κάποιες φορές την γαλλογερμανική κυριαρχία και τρέμουμε μπρος στην μελλοντική δύναμη της Τουρκίας στους Ευρωπαϊκούς θεσμούς; Γιατί, επίσης, η μεγάλη διεύρυνση του 2004 που πρόσθεσε στην Ευρώπη εκατό περίπου εκατομμύρια κατοίκους -λιγότερο ανεπτυγμένων κρατών- χαιρετίστηκε ως «επανένωση» της Ευρώπης, ως επιστροφή των «χαμένων παιδιών» στην ευρωπαϊκή αγκαλιά και τα απτά προβλήματα (που παρουσιάστηκαν την επόμενη ημέρα ιδιαίτερα στην γραφική δίδυμη πολωνική εκδοχή τους) πέρασαν απαρατήρητα ή πάντως υποβαθμίστηκαν; Και γιατί να αποκλείουμε a priori ότι η Τουρκία θα υποστηρίξει την στενότερη πολιτική συνεργασία, δίνοντας βάση στα παλιά και κάπως παρωχημένα σενάρια περί Δούρειου Ίππου; Η απάντηση είναι σαφής, ακόμα και αν τη βάση της δεν την ενστερνίζεται ο ίδιος ο κ. Σημίτης. Η Τουρκία είναι ο παραδοσιακός «Άλλος» της Ευρώπης εδώ και 500 χρόνια. Και για την πλειοψηφία των Ευρωπαίων (και βέβαια των Ελλήνων) πολιτών παραμένει «Άλλος», «Ξένος». Ξένος, καταρχήν, στον «ευρωπαϊκό πολιτισμό» την συνοχή του οποίου ανακαλύψαμε ξαφνικά έπειτα από αιώνες ενδοευρωπαϊκών σφαγών. Ξένος στην θρησκεία της Ευρώπης, όπως δίδασκε και ο μακαριστός Χριστόδουλος μιλώντας σε συνόδους Ευρωπαϊκών Εκκλησιών –παραγράφοντας προφανώς προσωρινά με την ίδια ευκολία τόσο το Σχίσμα όσο και τη Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου.

Όπως όλες οι υποψήφιες χώρες, έτσι και η Τουρκία υπόκειται σε κάποια τεστ. Παράλληλα, όμως, η Τουρκία θέτει και αυτή ένα σημαντικό τεστ στην Ένωση. Γιατί, εφόσον τα κριτήρια για ένταξη δεν τα εκπλήρωσε σχεδόν ποτέ καμία χώρα στην εντέλεια, αλλά όλες οι χώρες που ξεκίνησαν ενταξιακές διαπραγματεύσεις έγιναν δεκτές, εκδιώκεται η Τουρκία στα μέσα του δρόμου; Γιατί οι Ευρωπαίοι μεταφέρουν την γραμμή του τερματισμού όλο και πιο μακριά -αν δεν την έχουν αφαιρέσει εντελώς; Η τουρκική υποψηφιότητα θέτει ξεκάθαρα και επιτακτικά ένα ζήτημα που δεν θα μπορούσε να παραμείνει για πολύ στην αφάνεια. Είναι το ζήτημα της ταυτότητας της Ένωσης. Ποιοι δικαιούνται να ανήκουν σε αυτήν; Που βρίσκονται τα σύνορα της, ποιος και πως τα καθορίζει; Τι εκπροσωπεί η Ένωση και ποιος είναι ο προορισμός της;

Πριν από αρκετά χρόνια η Χάνα Άρεντ είχε γράψει ότι θα ήταν ιδιαίτερα ατυχές αν η Ευρωπαϊκή Ένωση αντικαθιστούσε τον εθνικισμό των κρατών-μελών της, με έναν «ευρωεθνικισμό». Πολύ φοβάμαι ότι αυτός ακριβώς ο ευρωεθνικισμός αρχίζει ήδη να γίνεται σαφής τόσο στα λόγια πολλών Ευρωπαίων ηγετών (όπως ο Σαρκοζί, η Μέρκελ και βέβαια ο Ντ’ Εστέν) όσο και του Κώστα Σημίτη. Αυτή φαίνεται να είναι η απάντηση τους στα προηγούμενα ερωτήματα για την ταυτότητα και τον προορισμό της. Αναρωτιέμαι, όμως, αν αυτή η απάντηση δεν είναι αντιφατική σε σχέση με τον λόγο για τον οποίο δημιουργήθηκε η Ένωση.