Μόλις 4 χρόνια μετά, ο Αλέκος Αλαβάνος, από το βήμα της Βουλής, εμφανίζεται ως ηγέτης της αντιπολίτευσης της χώρας, ζητώντας από την κυβέρνηση δημοψήφισμα για το ασφαλιστικό νομοσχέδιο. Η απόσταση από το 2004 μοιάζει μεγάλη για να μείνει ασχολίαστη, δεν θα πρέπει να αποτελεί όμως καμία έκπληξη για έναν πολίτη που ενημερώνεται στοιχειωδώς για τα δημόσια ζητήματα. Είναι προφανές, ζούμε πια σε διαφορετικούς καιρούς.
Ο Αλαβάνος, από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε τα καθήκοντα του επιχείρησε να ξαναβάλει το ΣΥΡΙΖΑ ξανά στο παιχνίδι του καθημερινού πολιτικού κάματου. Τα μικροπολιτικά ανέκδοτα που τον χαρακτήριζαν «Μη Κυβερνητική Οργάνωση», σταμάτησαν όταν ο Αλαβάνος άρχισε επανειλημμένα να καλεί τον, πανίσχυρο και άτρωτο, μέχρι τότε, Καραμανλή να απαντήσει στις ερωτήσεις του στη Βουλή, δείχνοντας ότι δεν έχει κανένα πρόβλημα να συγκρουστεί με το «μεγάλο ρήτορα». Το κόμμα αύξησε συντεταγμένα την παρουσία του, διεκδίκησε μερίδιο του δημοσίου διαλόγου, άρπαξε από τα μαλλιά μεγάλες κινητοποιήσεις όπως αυτή των φοιτητών απέναντι στην αναθεώρηση του άρθρου 16, προσεταιρίστηκε περιθωριακές πολιτικές δυνάμεις που, στο τσακίρ κέφι «απαλλοτριώνουν» το δημόσιο χρήμα από τις τράπεζες, απέκτησε μία αισθητική Manu Chao. Το προφίλ του «κόμματος των διανοουμένων» έδινε σιγά σιγά τη θέση του σε αξίες που παραδοσιακά είναι δημοφιλείς στην Ελλάδα: λαϊκές ανησυχίες που διατυπώνονταν με εξίσου λαϊκά επιχειρήματα και μια σταλιά τρεντισμός και επιδίωξη φρέσκων προσώπων, που κορυφώθηκε με την προώθηση Τσίπρα, πρώτα για το δήμο Αθηναίων και κατόπιν, σε μία άκρως εντυπωσιακή κίνηση, στην ηγεσία του Κόμματος. Κάπως έτσι, ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου μεταμορφώθηκε σε Συνασπισμό της Ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Έτσι λοιπόν, το κόμμα που κάποτε πάλευε να μπει στη Βουλή άρχισε να αποκτά, σταδιακά, χαρακτηριστικά κόμματος που θέλει να πράξει, να συμμετάσχει στο πολιτικό παιχνίδι και όχι μονίμως να κατακεραυνώνει τους πάντες ex cathedra, γνωρίζοντας ότι δε θα βρεθεί ποτέ στη δυσάρεστη θέση να εφαρμόσει τις ιδέες του. Οι μέρες που κάθε σκέψη πρακτικής υλοποίησης των «ωραίων ιδεών» αντιμετωπιζόταν ως εσχάτη προδοσία για κάθε Συνασπιστή που σεβόταν τα αντιεξουσιαστικά του γαλόνια αποτελούσαν πλέον παρελθόν.
Είναι αξιοπρόσεκτο πως όλη αυτή την πορεία ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. τη διένυσε χωρίς να υποπέσει στο προπατορικό αμάρτημα που πολλοί υποστηρικτές του δεν ήθελαν ούτε καν να σκέφτονται: δε στρογγύλεψε τον πολιτικό του λόγο για να γίνει αρεστός στο «μεσαίο χώρο» (το κατά Λούλη προπατορικό αμάρτημα κάθε σύγχρονου κόμματος), δεν προσέγγισε αυτός την Κεντροαριστερά για να αποκτήσει κυβερνητικές προοπτικές (εσχάτως, δε, γίνεται το αντίθετο), δεν υιοθέτησε ήπιες θέσεις για να αποκτήσει ποιότητα διακυβέρνησης. Αντίθετα, παρέμεινε σταθερός στις – αφελείς, ανεδαφικές ή αναποτελεσματικές πολλές φορές – αριστερές του ιδέες για ένα καλύτερο κόσμο που «είναι εφικτός». Σε μία εποχή που διέπεται από μία πρωτοφανή αμφισβήτηση των δογμάτων της ελεύθερης αγοράς, την πρώτη σε τέτοια έκταση μετά το 1989, αυτές οι ιδέες μοιάζουν πια να τοποθετούνται περισσότερο στο επίκεντρο παρά στο περιθώριο του πολιτικού διαλόγου. Και κάνουν τα 18% των δημοσκοπήσεων να δείχνουν καθ’ όλα φυσιολογικά.
Η στρατηγική Αλαβάνου έφτασε στο αποκορύφωμα της την προηγούμενη Τετάρτη στη Βουλή. Η πρόταση δημοψηφίσματος χαρακτηρίστηκε άκρατος λαϊκισμός από την κυβέρνηση. Στην εγχώρια πολιτική αργκό, αυτό είναι συχνά συνώνυμο του αιφνιδιασμού. Ο Υπουργός Οικονομίας, που ανέλαβε να απαντήσει, αντέτεινε πως σύνθετα κοινωνικά προβλήματα σαν το ασφαλιστικό δεν προσφέρονται για δημοψηφίσματα. Είναι αδύνατο, είπε, να κληθούν να απαντήσουν οι πολίτες με ένα ναι ή ένα όχι σε ζητήματα που αφορούν χιλιάδες τεχνοκρατικές διατάξεις με πολλές δυσνόητες λεπτομέρειες. Πέρα από την σχετική υπεκφυγή που φανερώνει η απάντηση (όλα τα τεχνοκρατικά προβλήματα θα έπρεπε δυνητικά να μπορούν να απλοποιηθούν και να τεθούν στην κρίση του λαού, αυτή άλλωστε είναι και η –καθόλου απλή φυσικά- δουλειά των πολιτικών ), η θέση του Υπουργού Οικονομίας είναι περισσότερο από τίποτε άλλο κοντόφθαλμη. Κοντόφθαλμη, γιατί αγνοεί ότι η συζήτηση εμπεριέχει μία τεράστια δυναμική και είναι συγκλονιστικά καίρια, χωρίς να αφορά απαραίτητα αυτό καθαυτό το –κατά τ’ άλλα εξαιρετικά σημαντικό- ζήτημα του ασφαλιστικού. Παρά φανερώνει απλά την κορυφή του παγόβουνου για ζητήματα που αφορούν τη γενικότερη λειτουργία του πολιτεύματος και της δημοκρατίας μας και, φωνάζουν εδώ και καιρό πως, είναι καιρός να αλλάξουν. Από την άποψη αυτή, το γεγονός ότι ο Αλέκος Αλαβάνος προχώρησε στην πρόταση δημοψηφίσματος από τα έδρανα της Βουλής αποκτά ένα έντονα συμβολικό χαρακτήρα. Το πώς, το γιατί και με ποιους όρους είναι ζητήματα που θα αποπειραθούμε να αγγίξουμε σε λίγες μέρες…