24.4.08

Οι Η.Π.Α. και το Ισραήλ να κερδάνε...


Αν επιχειρούσαμε να παραλληλίσουμε το ελληνικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου με τη σημερινή διεθνή κατάσταση, τότε ο Ολυμπιακός σίγουρα κατέχει τη θέση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Η ομάδα του Πειραιά, κατακτώντας το 11ο πρωτάθλημα τα τελευταία 12 χρόνια μοιάζει ως η μοναδική υπερδύναμη ενός, μάλλον μίζερου, κόσμου. Ακριβώς όπως και η Αμερική, ο Ολυμπιακός δεν έφτασε σε αυτή τη θέση αποκλειστικά χάρη στην αρετή και απολαμβάνοντας τη γενικότερη αποδοχή των υπολοίπων. Αντίθετα, η συχνή διαιτητική εύνοια και η επαναλαβανόμενη θεσμική ή εξωθεσμική επίδειξη δύναμης σε όλους τους τομείς εδραίωσαν την ομάδα στην κορυφή και μεγιστοποίησαν την ισχύ της, για να χρησιμοποιήσουμε ένα όρο των διεθνών σχέσεων. Άλλες φορές απροκάλυπτα (στο μυαλό έρχεται αυτόματα η δημιουργία του…πρότυπου αυτού προγράμματος συστηματικής διαφθοράς και καθορισμού αποτελεσμάτων με το alternative όνομα «Παράγκα», των υπηρεσιών της οποίας υπήρξε κατ’ εξακολούθηση αποδέκτης ο Ολυμπιακός και το, Ισραήλ της υπόθεσης, μας, το Αιγάλεω) και άλλες φορές πιο διπλωματικά, οι διάφορες παρεμβάσεις έγιναν, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν για να δικαιολογηθούν οι παροικούντες την ερυθρόλευκη Ιερουσαλήμ, στο όνομα της προάσπισης του «καλού της ομάδας». Στο όνομα του καλού της χώρας, του εθνικού συμφέροντος δηλαδή, έγιναν και οι περισσότερες επεμβάσεις των ΗΠΑ σε κάθε γωνιά της γης που αυτό το εθνικό συμφέρον διακυβευόταν, είτε επρόκειτο για το Βιετνάμ είτε για τη Νικαράγουα και την Κορέα. Κάποιες, ελάχιστες είναι η αλήθεια, φορές, επιστρατευόταν και η επίκληση στο κοινό καλό, του ποδοσφαίρου το έλεγαν οι μεν, της ανθρωπότητας οι δε.



Με τη λογική αυτή, η Σούπερ Λίγκα, η διοργανώτρια αρχή του πρωταθλήματος δε διαφέρει τρομερά από τον Ο.Η.Ε. Αποτελεί το χώρο όπου, υποτίθεται, τα κράτη-ομάδες του συστήματος συγκεντρώνονται οικειοθελώς για να λύσουν ειρηνικά τις διαφορές τους, να προωθήσουν τα συμφέροντα τους και…να σώσουν την ανθρωπότητα-δηλαδή το προϊόν που πωλούν ακριβά, το ποδόσφαιρο. Στη ουσία όμως, λόγω αντικρουόμενων συμφερόντων είτε επειδή αντιλαμβάνονται αυτά τα συμφέροντα στενόμυαλα (πως θα πάρω το πέναλτι την επομένη αγωνιστική ή τα περισσότερα λεφτά από τα κανάλια για τα τηλεοπτικά δικαιώματα της δικιάς μου-αποκλειστικά- ομάδας), καταλήγουν να συζητούν πολύ και να βελτιώνουν λίγα.


Η εδραίωση αυτής της καουμποΐστικης λογικής, του «έτσι θέλω και επειδή έχω τη δύναμη να το κάνω», λογικό είναι να συναντά αντιδράσεις. Κάπως έτσι, οι δύο υπερδυνάμεις της ιστορίας μας έχουν καταλήξει να είναι εντελώς αντιπαθητικές στους περισσότερους τρίτους, με την απώθηση να απέχει από τη ζήλεια με μία πολύ λεπτή γραμμή (καθ’ ότι οι περισσότεροι απλά θέλουν να γίνουν Αμερική στη θέση της Αμερικής και Ολυμπιακός στη θέση του Ολυμπιακού, χωρίς καμία περαιτέρω ηθική αναστολή). Κάπως έτσι επίσης, έχουμε φτάσει να κατηγορούμε, τη μεν Αμερική για όλα τα κακά του κόσμου, τον δε Ολυμπιακό για όλα τα δεινά του ελληνικού ποδοσφαίρου. Φυσικά, μόνο οι φανατικοί και οι τυφλωμένοι δεν παραδέχονται ότι η παγκόσμια κυριαρχία των υπερδυνάμεων έχει και αντικειμενικές αιτίες. Ο Ολυμπιακός, για παράδειγμα, φρόντιζε κατά κανόνα να αγοράζει τους καλύτερους και πιο ακριβούς ποδοσφαιριστές, ενώ συνήθως οι ομάδες του έπαιζαν καλύτερο ποδόσφαιρο από τους ανταγωνιστές του, τους οποίους δεν αμελούσαν να κερδίζουν στις μεταξύ τους αναμετρήσεις, στα ντέρμπι, συχνά πυκνά μάλιστα με μεγάλα και εμφατικά σκορ, που υπογράμμιζαν αυτή την ανωτερότητα. Ένα καταπληκτικό προπονητικό κέντρο, ένα ολοκαίνουριο γήπεδο, εισαγωγή επιχειρηματικού πνεύματος στη λειτουργία της ομάδας, λειτουργούν επικουρικά στη δημιουργία αυτού του μύθου. Την ίδια στιγμή, η Αμερική συνεχίζει να είναι η μεγαλύτερη και πλέον ανοικτή οικονομία στον κόσμο, διαθέτει μακράν τα καλύτερα πανεπιστήμια και νοσοκομεία, είναι πρωτοπόρος στην έρευνα και την τεχνολογία, τη μουσική, τον κινηματογράφο, ενώ οι πόλεις της συνεχίζουν να αποτελούν μυθικούς προορισμούς για όλους εμάς τους υπόλοιπους.



Στον αντίποδα, ο προαιώνιος εχθρός του Ολυμπιακού, ο Παναθηναϊκός, δείχνει να αρχίζει να ξεπερνάει το σοκ που προκάλεσε η κατάρρευση του συστήματος πάνω στο οποίο βάσισε τη δικιά του κυριαρχία (εδώ εξισώνω το Βαρδινογιάννη με τον υπαρκτό σοσιαλισμό, μόνο μη του το πείτε..) και προσπαθεί να απειλήσει ξανά το μεγάλο αντίπαλο με ένα νέο ηγέτη που προέρχεται από τα σπλάχνα του παλιού συστήματος (εδώ μόλις είπα το Τζίγκερ Πούτιν, αλλά αυτό μπορεί να τον κολακεύει). Την ίδια στιγμή αντιμετωπίζει μεγάλο ανταγωνισμό από ένα φυσικό σύμμαχο, που απειλεί να αναταράξει τα νερά και να γυρίσει τον κόσμο ανάποδα. Ο Ανδρέας Βγενόπουλος, με τα μυθικά δισεκατομμύρια ευρώ που δεν έχουν τελειωμό, παίρνει έτσι δικαιωματικά τη θέση της Κίνας, με τα δισεκατομμύρια των κατοίκων της (που και αυτοί δεν έχουν τελειωμό…) και δέχεται τη φθορά της συνεπακόλουθης αστάθειας και ανασφάλειας που δημιουργεί στο υπάρχον σύστημα το τεράστιο μέγεθος του νέου αυτού «παίκτη». Και τα δύο στρατόπεδα έχουν φανατικούς υποστηρικτές αλλά μάλλον αντιμετωπίζονται από όλους τους υπόλοιπους ουδέτερους ως δύο αυτοκρατορίες του κακού, των οποίων η σύγκρουση αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον, και αρκετό φόβο.



Σε αυτό το παράλληλο σύμπαν, η πτωχή πλην τίμια Αθλητική Ένωση Κωνσταντινουπόλεως του Ντέμη Νικολαΐδη και των συντρόφων του, μάλλον μοιάζει περισσότερο με μία άλλη Ένωση, την Ευρωπαϊκή. Η ΑΕΚ αντλεί τη δύναμη της από την ισχύ των μεγαλομετόχων της, όπως ακριβώς η Ένωση αντλεί τη δική της από το συνδυασμό της ισχύς των κρατών μελών. Επίσης, διεκδικεί για τον αυτό της το ηθικό πλεονέκτημα, καθώς παρουσιάζεται να ενδιαφέρεται και να υποστηρίζει έννοιες ευγενείς όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη συμφιλίωση, τη διεθνή συνεργασία και την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών, ακριβώς όπως η ΑΕΚ επιχειρεί να επαναφέρει στο ποδόσφαιρο το ρομαντισμό, την οικογένεια στο γήπεδο, το fair-play και άλλα τέτοια θέσφατα της ποδοσφαιρικής φιλοσοφίας. Σε ότι αφορά τη σχέση της με την υπερδύναμη, η ΑΕΚ συχνά παρουσιάζεται ως αδικημένη, άλλοτε εξοργισμένη, αντιδρώντας σχεδόν πάντα με υστερικό τρόπο απέναντι στο κακό. Η πρόσφατη υπόθεση Βάλνερ, για παράδειγμα, και η αγανάκτηση που προκάλεσε στην ΑΕΚ ο επίλογος της, δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει από την αντίστοιχη μήνη που προκαλεί στους Ευρωπαίους η επίμονη άρνηση της Αμερικής να επικυρώσει το πρωτόκολλο του Κυότο (που είναι και επίκαιρο) καθώς ερμηνεύεται ως η κατ’ εξοχήν απόδειξη της καουμποΐστικης νοοτροπίας που αναφέραμε νωρίτερα, εις βάρος του γενικού καλού (του πλανήτη ή του ποδοσφαίρου).



Στη διεθνή επικαιρότητα, όπως ακριβώς στο ελληνικό πρωτάθλημα, λέμε συχνά πως περνάμε, αργά αλλά σταθερά, από ένα unilateral κόσμο, σε ένα multilateral περιβάλλον, όπου η Αμερικανική ισχύ δεν αρκεί, καθώς πολλές ανερχόμενες περιφερειακές δυνάμεις φιλοδοξούν να την ψαλιδίσουν. Στο ελληνικό πρωτάθλημα οι περιφερειακές αυτές αναδυόμενες δυνάμεις είναι π.χ. ο Άρης των οπαδών του (που λόγω λάτιν χαρακτήρα είναι η Βραζιλία του διεθνούς συστήματος), η Λάρισα του Πηλαδάκη (που επειδή έχει πολλούς οπαδούς μπορεί να είναι η Ινδία), ο Ηρακλής του Ρέμου και ο Πανιώνιος του Τσακίρη. Οι δυνάμεις αυτές, ενώ ακόμα νιώθουν την εξάρτηση από την υπερδύναμη, διατρανώνουν τις αντιθέσεις τους σε όποιο ζήτημα θεωρούν πρόσφορο, επαναβεβαιώνοντας την ανεξαρτησία τους. Παράλληλα, ο αναπτυσσόμενος (για τους φίλους Τρίτος) κόσμος των Καλαμαριών, των Λεβαδειακών και των Εργοτέληδων, καταδυναστευμένος για χρόνια από τις υπόλοιπες δυνάμεις, ξεσηκώνεται, φωνάζει, σκούζει αλλά την κρίσιμη στιγμή δίνει και την ψυχή του στο διάολο για μερικά ψίχουλα εύνοιας της υπερδύναμης.



Ο διαπρεπής καθηγητής του Harvard Joseph Nye έγινε ευρύτερα γνωστός τα τελευταία χρόνια για τη θεωρία της soft power, που αποτελεί μία εναλλακτική πρόταση διαχείρισης της τεράστιας δύναμης της Αμερικής, ώστε αυτή να πετυχαίνει τους στόχους της χωρίς να προκαλεί το θυμό και την αγανάκτηση του υπόλοιπου πλανήτη. Σύμφωνα με το Nye, η Αμερική πρέπει να σταματήσει να βασίζεται τόσο πολύ στην στρατιωτική ή οικονομική της δύναμη για να έχει τα αποτελέσματα που θέλει στις σχέσεις τις με τον υπόλοιπο κόσμο. Ο Αμερικανός καθηγητής προτείνει να δοκιμάσει η χώρα του να επηρεάσει τις υπόλοιπες μέσω των αξιών και της κουλτούρας της, κάνοντας τις Η.Π.Α. ένα παράδειγμα προς μίμηση προς τον υπόλοιπο κόσμο. Είναι μία διαφορετική προσέγγιση της έννοιας του εθνικού συμφέροντος, η οποία δε βασίζεται στους παλιομοδίτικους όρους της υπεροχής της ισχύος και του ημι-νταβατζιλίδικου τρόπου που αυτή εφαρμόζεται. Για να υπάρξει μία τέτοια αλλαγή πολιτικής, είναι απαραίτητα η αλλαγή της σημερινής πολιτικής ηγεσίας των Η.Π.Α., που έχει ταυτιστεί όσο καμία άλλη με τις παλιές λογικές. Και αν στην Αμερική έχουν αρχίσει να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για μια τέτοια αλλαγή, στο ελληνικό ποδόσφαιρο δεν διαφαίνεται κα΄τι αντίστοιχο. Για να το πούμε πιο ξεκάθαρα, ο Ολυμπιακός, για να αρχίζει να εφαρμόζει τη δική του εκδοχή της soft power στο ελληνικό ποδόσφαιρο ίσως έχει ανάγκη να βρει, ή να επινοήσει, το δικό του Barack Obama.

ΥΓ. Στο παραλληλισμό αυτό απέφυγα (ή απέτυχα) να βρω αντιστοιχίες με τον ισλαμικό κόσμο και την επιρροή που ασκεί στο σημερινό διεθνές σύστημα. Ίσως να είχε ενδιαφέρον να εντοπίσουμε τον Αχμαντινετζάντ του ποδοσφαίρου μας, ένα μισοπάλαβο, δηλαδή, τύπο που απειλεί να τινάξει τα πάντα στον αέρα με κανά δυό ατομικές βόμβες.

Ξέρω τι έκανες πριν ένα μήνα στο Βουκουρέστι...

Ύστερα από αρκετό καιρό και αφού σκέφτηκα, ξανασκέφτηκα και άλλαξα γύρω στις 19 φορές γνώμη (αυτή η ιστορία πραγματικά με έχει μπερδέψει όσο τίποτε άλλο τελευταία, λέτε να φταίει η υπερβολική θολοκουλτούρα;) νομίζω ότι καταλήγω στα εξής, όχι ιδιαίτερα επαναστατικά, αλλά πάντως επιγραμματικά:
1) Συμφωνώ με τη γενικότερη λογική του Αλέξη, μάλιστα εκτιμώ πολύ πως θέτει το ζήτημα περί προσγείωσης στον εθνικισμό του γείτονα. Παρ' όλα αυτά εξακολουθώ να πιστεύω ότι εμείς που "αντιμαχόμαστε τον εθνικισμό" πρέπει να παίζουμε και λίγο το δικηγόρο του διαβόλου και να προσπαθούμε να εισάγουμε στη δημόσια συζήτηση τον τρόπο που βλέπουν οι "άλλοι" την ιστορία αυτή, καθ' ότι αν δεν το κάνουμε εμείς, στην Ελλάδα που καίγονται βιβλία ιστορίας επειδή επιχειρούν να αμφισβητήσουν την κρατούσα ιδεολογία, δεν πρόκειται να το κάνει κανένας. Δύο σχετικές παρατηρήσεις, λοιπόν:

α)Είναι, νομίζω, πραγματικά σημαντικό να καταλάβουμε τι ακριβώς συνέβη στο Βουκουρέστι. Για τους λόγους που πολύ σωστά περιγράφει ο Αλέξης, μπορούμε να πούμε πως το Βουκουρέστι αποτελεί μία τακτική "νίκη" της ελληνικής πλευράς. Καλό όμως είναι να διευκρινίσουμε πως η νίκη αυτή δε σημαίνει σε καμία περίπτωση πλήρη δικαίωση της ελληνικής θέσης στο ζήτημα, ιδιαίτερα της πλέον εξτρεμιστικής έκφανσης της (Η Μακεδονία είναι και θα είναι μόνο ελληνική). Γι' αυτό, καλό θα είναι να μην παρασυρόμαστε σε θριαμβολογίες και να νιώθουμε πως επιτέλους οι ξένοι μας κατάλαβαν και αγκάλιασαν τα ελληνικά δίκαια. Αυτό που έγινε είναι ότι (από κάποια, σημαντικά, άλλα όχι όλα, τα μέλη του ΝΑΤΟ) επιβραβεύτηκε το γεγονός πως στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή η Ελλάδα έχει κάνει μεγαλύτερες παραχωρήσεις και αντίστοιχα αποδοκιμάστηκε η "καβάλα στο άλογο" νοοτροπία της κυβέρνησης της ΠΓΔΜ. Όλα αυτά, πάντα υπό το πρίσμα του γενικότερου κλίματος που υπήρχε, το οποίο «σήκωνε» μερικές μικρές μαγκιές από τους Ευρωπαίους προς τις ΗΠΑ. Κατά τ’ άλλα, προσοχή, ΔΕΝ πρόκειται να λένε όλοι από δω και πέρα τη γείτονα χώρα Σκόπια, βγάζοντας τους τη γλώσσα, ούτε θα σνομπάρουν το αεροδρόμιο τους επειδή σφετερίζεται το όνομα του μεγάλου Έλληνα Στρατηλάτη.
Το λέω αυτό γιατί, κατά την άποψη μου, εγκυμονεί ο κίνδυνος, παρερμηνεύοντας το τι συνέβη στο Βουκουρέστι να βρεθούμε προ εκπλήξεως και μεγάλης απογοητεύσεως στο μέλλον ως έθνος. Αν, δηλαδή, πιστέψουμε ότι τέρμα με το πρόβλημα, το λύσαμε με μία μονομαχία στον πράσινο βάλτο του Βουκουρεστίου (και επειδή είχαμε τον μεγαλύτερο παλικαρά με τους καλύτερους φίλους αποκρούσαμε τους κακοποιούς και τα τσιράκια τους–κάτι σαν τους 7 σαμουράι δηλαδή με τον Καραμανλή να ντύνεται Τζον Γουέιν), μάλλον η τελική λύση πρόκειται να μας απογοητεύσει. Φαίνεται αυτό, άλλωστε, από τον εντελώς αρνητικό τρόπο που έχει υποδεχτεί η ελληνική κοινή γνώμη τη διαφαινόμενη νέα πρόταση Νίμιτς (Νέα Μακεδονία), παρότι έχω την αίσθηση πως η ελληνική διπλωματία θα πέταγε και τη σκούφια της για μία τέτοια λύση. Μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι οι δηλώσεις του Αμερικανού υφυπουργού Εξωτερικών περί Μακεδονικής εθνότητας και γλώσσας πριν από κάποιες βδομάδες θεωρήθηκαν περίπου εχθρική πράξη από το σύνολο των μέσων και της κοινής γνώμης. Και μου έκαναν εντύπωση γιατί η λογική λέει, αν έχεις συμβιβαστεί, ως χώρα, με την ιδέα ότι τον γείτονα σου θα τον λένε «Κάπως Μακεδονία» –και όλος ο καυγάς γίνεται πια για το ποιό θα είναι αυτό το κάπως- έ, τότε θα πρέπει να σου φαίνεται φυσιολογικό ο λαός που κατοικεί σε αυτή τη χώρα αυτή να ονομάζεται μακεδονικός και η γλώσσα που μιλάει, oh mondieu, μακεδονική (έστω και καπωςμακεδονική, you get the point). Έτσι και αλλιώς, όλα αυτά σε επίπεδο ανθρώπων δεν έχουν και πολλή σημασία. Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι οποιαδήποτε κατάληξη και αν έχει αυτή η ιστορία, στην Ελλάδα θα λέμε τους γείτονες μας Σκοπιανούς, χωρίς να το πολυσκεφτόμαστε, και εκείνοι (μαζί με την πλειονότητα του υπόλοιπου κόσμου, όχι από κανένα ανθελληνισμό παρά για λόγους απλής ευκολίας) θα μιλάνε μακεδονικά και θα λέγονται μακεδόνες σκέτο.
β) Στα περί Ελσίνκι, είναι απολύτως κατανοητή και η πρωτότυπη σκέψη του Αλέξη και ο ειλικρινής εκνευρισμός του Χρήστου. Και αυτό, γιατί το Βουκουρέστι είναι μία ελαφρώς διαφορετική ιστορία, κυρίως γιατί δεν υπάρχει στη μέση Κύπρος (και όπως και να το κάνεις, μία Κύπρος πάντοτε περιπλέκει τα πράγματα). Πράγματι, και στο Ελσίνκι και στο Βουκουρέστι, ένα διμερές πρόβλημα με μία γειτονική χώρα ξέφυγε από αυτό το κανονιστικό πλαίσιο και εντάχθηκε στο συλλογικό προβληματισμό ενός διεθνούς οργανισμού, στον οποίο μετέχει η Ελλάδα και επιθυμεί να μετάσχει η γειτονική χώρα. Η Ελλάδα πέτυχε, δηλαδή, και στις δύο περιπτώσεις, να υποχρεώσει τη γειτονική χώρα με την οποία είχε το πρόβλημα να δεσμευτεί ότι θα εργαστεί ειλικρινά και ουσιαστικά για να το λύσει, έχοντας στην άκρη της διαδρομής ως «καρότο» την ένταξη στον διεθνή οργανισμό, είτε είναι αυτός η Ευρωπαϊκή Ένωση είτε το ΝΑΤΟ. Η διαφορά είναι πως στο Ελσίνκι η κυβέρνηση Σημίτη ήρε το αδιάλλακτο και απόλυτο βέτο προς την ένταξη της Τουρκίας, το οποίο αποτελούσε την πάγια ελληνική θέση μέχρι τότε, και το έκανε ένταξη υπό προϋποθέσεις, εμπλέκοντας μάλιστα πολύ έξυπνα και το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ως τελικό πεδίο επίλυσης της διαφοράς. Με αυτό τον τρόπο κέρδισε τις εντυπώσεις και στην Τουρκία αλλά και προς τους υπόλοιπους ευρωπαίους εταίρους, αφού πλέον δεν παρουσιαζόταν ως η μικρόψυχη γείτονα χώρα που για ιδιοτελείς λόγους δεν αφήνει την Τουρκία να ενταχθεί στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Φυσικά, ακριβώς το αντίθετο συνέβη στην περίπτωση του Βουκουρεστίου καθώς, τουλάχιστον για την ΠΓΔΜ, η Ελλάδα είναι ο κακός της υπόθεσης που δεν αφήνει το μικρό κράτος δίπλα της να προοδεύσει.
Πως μπορεί, λοιπόν, το Ελσίνκι που άνοιξε την πόρτα της Ευρώπης στην Τουρκία και μας εμφάνισε ως καλούς, αναρωτιέται ο εκνευρισμένος Χρήστος, να συγκρίνεται με το Βουκουρέστι, όπου κλείσαμε την πόρτα της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και ο πρωθυπουργός μας ντύθηκε στα γκεσταπί; Παραδόξως, μπορεί. Ίσως αποτελεί λογική υπέρβαση αλλά νιώθω πως το Βουκουρέστι δεν είναι Ελσίνκι αλλά προ-Ελσίνκι. Ουσιαστικά δηλαδή, στη Συνδιάσκεψη του ΝΑΤΟ θέσαμε το βέτο που, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, πρόκειται να άρουμε στο μέλλον. Σε εκείνη τη μελλοντική Συνδιάσκεψη, θα μπορούμε να μιλάμε για ένα νέο Ελσίνκι. Τώρα, γιατί ο Καραμανλής έφτιαξε τις προϋποθέσεις για ένα νέο Ελσίνκι, τη στιγμή που δεν εκμεταλλεύτηκε καθόλου τις δυνατότητες που του δίνονταν από το original Ελσίνκι σχετικά με την επίλυση των Ελληνοτουρκικών διαφορών, είναι ένα μυστήριο αντίστοιχο της κατασκευής της πυραμίδας της Γκίζας, χωρίς, φυσίκά, με τη διαφορά ότι η Γκίζα είχε και την κατάρα του Φαραώ για περισσότερο σασπένς.

2) Άσχετα από αυτά, καλό θα είναι να κάνουμε όλοι μαζί ένα ομαδικό φροντιστήριο για το τι ακριβώς σημαίνει αυτή η όμορφη λέξη που θυμηθήκαμε τελευταία στην Ελλάδα: αλυτρωτισμός (λέω θυμηθήκαμε γιατί έχουν περάσει καμία 90αριά χρόνια από τότε που αλυτρωτισμός στην περιοχή υπήρξε κυρίως ελληνικός). Γιατί, οκ, το δυάρι όπου μένω στο Χαλάνδρι να το υπερασπιστώ μέχρι τελευταίας ρανίδος σε περίπτωση που οι Γκρουέφσκι και Μιλοσόφσκι (σαν τους μπάλκαν Μπουτς και Κάσιντυ) θέλουν να το απαλλοτριώσουν υπέρ Μεγάλου Αλεξάνδρου Μακεντόνσκι, αλλά να βαφτίζεται αλυτρωτισμός κάθε δήλωση ΠΓΔΜιανου πολιτικού, διπλωμάτη ή μπακάλη που αναφέρεται στη διένεξη, ε, είναι κομμάτι υπερβολικό.
Αλυτρωτισμός δεν είναι όταν μας κοροϊδεύουν εμφανίζοντας μας σαν τον Μπόρατ, όσο και να μας εκνευρίζει. Αλυτρωτισμός, επίσης, δεν είναι να εμφανίζουν τον Καραμανλή με στολή γκεστάπο ή τη σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό, ή τα διάφορα γραφικά βιντεάκια στο youtube που, σε σπαστά αγγλικά, αναγγέλλουν τον τρίτο βαλκανικό πόλεμο και εμφανίζουν τη Λιβαδειά ως ακριτική πόλη της «Μακεδονίας», όσο και αν αυτά μας εξοργίζουν. Ούτε φυσικά, οι διαφωνίες περί ιστορίας, Μεγαλέξανδρου και συνακόλουθα ποιος έχει το δικαίωμα να ονομάζει έτσι το αεροδρόμιο του, έχουν καμία σχέση με τον αλυτρωτισμό. Και τέλος, ΔΕΝ είναι αλυτρωτισμός όταν οι δίπλα μας θεωρούν ότι υπάρχει κάποια, μικρή ή μεγάλη, μειονότητα ομοεθνών τους στη χώρα μας, της οποίας τα θεμελιώδη δικαιώματα εμείς καταπατούμε, όσο και να ανησυχεί η κυρία Παπαρήγα του διεθνιστικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Αλλιώς, να σταματήσουμε να ενδιαφερόμαστε για τους ομοεθνείς μας στη Νότια Αλβανία (στα ελληνικά, αυτή είναι η Βόρεια Ήπειρος, αλλά αυτό ξέχασα, δεν είναι αλυτρωτικό) φοβούμενοι μήπως οι από κει γείτονες μας εγκαλέσουν και μας για «αλυτρωτισμό».
Αλυτρωτισμός, τουλάχιστον τέτοιος που να μπορεί να λογίζεται απειλητικός, υπάρχει όταν ένας λαός ενεργά θεωρεί πως υπάρχουν σκλαβωμένες πατρίδες, εδάφη, γη, με υπόδουλους ομοεθνείς πληθυσμούς, που πρέπει δια της βίας και πάση θυσία να απελευθερωθούν και να ενταχθούν στη μητέρα πατρίδα. Και κυρίως, όταν όλη αυτή η ιδεολογία είναι επιδοτούμενη, ελεγχόμενη και στηριζόμενη από το κράτος (state-sponsored). Και εν πάση περιπτώσει, εάν τον Καραμανλή τον ενοχλούν τόσο πολύ αυτά τα αλυτρωτικά ξεσπάσματα των γειτόνων, ας ρωτήσει τον κουμπάρο του τον Ταγίπ τι σκέφτονται εκεί στη Τουρκιά για όσους ενοχλητικούς γείτονες ονειρεύονται νυχθημερόν πως θα τους κατακτήσουνε ξανά την ομορφότερη τους Πόλη...

12.4.08

Μαθήματα από τις ΗΠΑ

Οι εκλογές για το χρίσμα των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ, έστω κι αν διαφέρουν πολύ από την αντίστοιχη διαδικασία που ακολουθεί το ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα έχουν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά. Και νομίζω ότι μπορούμε να πάρουμε χρήσιμα μαθήματα πολιτικής κουλτούρας και όχι μόνο που σίγουρα μας χρειάζονται.

Μάθημα πρώτο: Αρχίζοντας με το πιο γενικό, η σύγκρουση Χίλαρι και Ομπάμα παραπέμπει στην αντίστοιχη κόντρα που είχε ο Παπανδρέου με τον Βενιζέλο. Σκληροί χαρακτηρισμοί και βρώμικο παιχνίδι στο παρασκήνιο με διαρροές στα ΜΜΕ είναι το καθημερινό σκηνικό ανάμεσα στους δύο υποψηφίους για το χρίσμα. Η μόνη διαφορά είναι ότι στις ΗΠΑ δεν έχουν έναν Jim Relos… Τώρα λοιπόν που το παιχνίδι ήδη θεωρείται χαμένο για τη Χίλαρι, ένας είναι ο στόχος της: Να φθείρει τον Ομπάμα έτσι ώστε να χάσει τις εκλογές και η ίδια να είναι σε πλεονεκτική θέση για το χρίσμα των Δημοκρατικών στις εκλογές του 2012! Είναι κάτι που παραδέχονται στο επιτελείο της και έχει δημοσιευθεί και είναι «μυστικό» πολύ πιο διαδομένο απ’ ότι ο Βενιζέλος περιμένει την επόμενη ήττα του Παπανδρέου. Θεωρείται λοιπόν λογικό ότι η Χίλαρι έχει πολιτικές φιλοδοξίες που εξαρτώνται άμεσα με την αποτυχία του κόμματος που η ίδια υποστηρίζει! Παρ’ όλα αυτά δε νομίζω ότι ο Ομπάμα θα ρίξει τις ευθύνες σε ενδεχόμενη ήττα του από τον Μακέιν στην υπονόμευση που δέχτηκε από τη Χίλαρι…

Μάθημα δεύτερο: Οι εκλογές στις ΗΠΑ, όπως και οι πρόσφατες στο ΠΑΣΟΚ, είναι ανοικτές σε όσους θέλουν να ψηφίσουν και να στηρίξουν τον υποψήφιο που προτιμούν. Η αντίστοιχη προσπάθεια του ΠΑΣΟΚ για ανοικτή διαδικασία αντιμετωπίστηκε με προβληματισμό, καχυποψία (ακόμα και από τον Κώστα Σημίτη) και σε ορισμένες περιπτώσεις από ειρωνεία. Το βασικότερο επιχείρημα ήταν ότι υπήρχε ο κίνδυνος ψηφοφόροι άλλων κομμάτων να ψηφίσουν τον υποψήφιο που θεωρούν λιγότερο ικανό. Επιχείρημα ηλίθιο όσο και το να απαγορεύεις την ψήφο στους μετανάστες γιατί θα ψηφίσουν με γνώμονα το συμφέρον της χώρας προέλευσής τους… Το μάθημα που έρχεται από τις ΗΠΑ είναι ότι ακόμα και αν αυτό γίνει δεν είναι ικανό να αλλάξει το αποτέλεσμα. Και στις ΗΠΑ έγινε με ολοφάνερο τρόπο σε δύο περιπτώσεις. Τη μία ραδιοφωνικός παραγωγός κάλεσε τους ψηφοφόρους των Ρεπουμπλικάνων να ψηφίσουν την Χίλαρι, ενώ την άλλη ο ελληνικής καταγωγής blogger Μάρκος Μουλίτσας ζήτησε από τους ψηφοφόρους των Δημοκρατικών να στηρίξουν τον Ρόμνεϊ αντί του Μακέιν. Αμφισβητήσεις για τη διαδικασία εκλογής δεν εκφράστηκαν ούτε και όταν παρουσιάστηκε πρόβλημα σε μία από τις Πολιτείες, όπου είναι πιθανό να ακυρωθεί το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας. Αντιθέτως, μεγαλύτερο θέμα είχε προκύψει μέσα στο Δημοκρατικό κόμμα με αφορμή τους superdelegates (στην πασοκική τους εκδοχή είναι οι αριστίδην σύνεδροι) οι οποίοι στην πλειοψηφία τους υποστηρίζουν την Χίλαρι και αν δεν αύξανε τα ποσοστά του ο Ομπάμα θα διαμόρφωναν το αποτέλεσμα στην τελική ψηφοφορία!

Τι μας διδάσκουν συνοπτικά οι Αμερικάνοι; Πρώτον ότι στην πολιτική είναι θεμιτό και φυσιολογικό να υπάρχουν φιλοδοξίες, έστω και αν αυτές εκφράζονται με άκομψο πολλές φορές τρόπο. Είναι δηλαδή μέρος του παιχνιδιού και όχι μέρος του προβλήματος… Και δεύτερον ότι η αντιπροσώπευση αντικατοπτρίζει καλύτερα την κοινή γνώμη όταν οι πολίτες εκφράζουν απευθείας τη γνώμη τους και όχι μέσω των αντιπροσώπων/συνέδρων.

5.4.08

Εθνικές ντόπες

Τελευταία στην πρωθυπουργική οικία στη Ραφήνα κυματίζει μια κόκκινη σημαία με το προαιώνιο σύνθημα «Φονιάδες των λαών Αμερικάνοι». Ο μικρός Αλέκος δε βγάζει την μπλούζα με τον Che, η Νατάσα έχει σταματήσει το Silk-Epil ως σωστή συντρόφισσα και ο Κώστας στοχάζεται διαβάζοντας παλιές εκδόσεις της Pravda. Η μικρή Αλίκη ακόμη γράφει την τιμωρία της, 55.000 φορές τη φράση «δε θα ξαναπάρω γλυκά από αγνώστους που τους λένε Παπανδρέου». Στα εγχώρια μέσα η κρατική τηλεόραση έχει ξεθάψει όλα τα αφιερώματα που είχε για την κουβανική επανάσταση με έμφαση στην ήττα των Αμερικανών στον κόλπο των χοίρων, η Αυριανή κυκλοφορεί με πρωτοσέλιδα που μετράνε σε κιλά τ’ αρχίδια του Καραμανλή, ενώ τα ντοκιμαντέρ του ΣΚΑΪ κόβουν τις αγελάδες, τους ιπποπόταμους και το τουρνουά αυνανισμού και επικεντρώνονται στην επίσκεψη του θείου Καραμανλή στη Μόσχα τα χρόνια εκείνα και στο Περλ Χάρμπορ. Ο Μανώλης Κοττάκης ετοιμάζει συνέντευξη από τον Hugo Chavez και η Βίκυ Φλέσσα από το φάντασμα του Άρη Βελουχιώτη. Ο Αυτιάς επιβεβαιώνει το ρεπορτάζ ότι η Ντόρα έστειλε με mms ένα κωλοδάχτυλο στην Condoleezza Rice. Ο Άδωνις και ο Λεωνίδας Γεωργιάδης έχουν κρεμάσει ανάποδα έναν Σκοπιανό από την ταράτσα του πατρικού τους σπιτιού και πού και πού περνάνε, τον ρωτάνε περιπαικτικά «τώρα ποιος είναι Μακεδόνας;» και τον αναγκάζουν να φιλήσει την εικόνα του μακαριστού Χριστόδουλου. Ο Ψωμιάδης πετάει βελάκια στη φάτσα του Σταύρου Θεοδωράκη και αναπολεί προβληματισμένος τις εποχές που πάλευε μόνος του για τα εθνικά δίκια. Γιατί τώρα που η εθνική ανάταση πλημμυρίζει τις ψυχές των Ελλήνων, τώρα που όλοι μηδενός εξαιρουμένου είναι έτοιμοι να προτάξουν τα στήθια τους για την Ελλαδάρα, η ανάγκη για Ψωμιάδη μειώνεται…


Τελευταία στην Ελλάδα η κόκκινη αρκούδα ξύπνησε, ο εθνικισμός παντρεύτηκε τον αντιαμερικανισμό και απέδειξε πόσα ήξεραν η Κανέλλη, ο Ζουράρις και ο Λιακόπουλος που μιλούσαν γι’ αυτά από τις προηγούμενες ζωές τους.


Τώρα πια μπορούμε να περιμένουμε τους Ελοχίμ και τους Νεφελίμ…

Μακεδονία ξακουστή


Έτσι για πλάκα σας βάζω και τη νέα έμπνευση αυτού του πουγουδουμιανού σκιτσογράφου που είχε κάνει τον Καραμανλή Ες Ες... Να σπάει και η μονοτονία. (Παρεπιμπτόντως, πάντως, ο Μπλερ και ο Μπους γιατί δεν διαμαρτύρονται που κάθε δεύτερη βδομάδα ο Στάθης στην "Ε" τους παρουσιάζει με αμφίεση Βέρμαχτ;)


Η καταπληκτική ευκρίνεια με την οποία αναλύουμε την κατασκευή του «μακεδονικού έθνους» από τον Τίτο εδώ στην Ελλάδα, θα είχε πολλά να μας διδάξει αν στρέφαμε την προσοχή μας με παρόμοια ευκρίνεια στον τρόπο με τον οποίο κατασκευάστηκε το νεοελληνικό έθνος κάποιους αιώνες νωρίτερα. Η συζήτηση γύρω από αυτό το ζήτημα είναι τεράστια, και πραγματικά δεν επιθυμώ να την επαναλάβω εδώ. Θα αρκεστώ απλώς να εκφράσω τη βασική θέση σύσσωμης της επιστημονικής κοινότητας των ιστορικών στο εσωτερικό και το εξωτερικό, με εξαίρεση όσους συνήθως βρίσκουν τον δρόμο τους μέχρι τα τηλεοπτικά κανάλια: Οι γείτονες μας δεν «κλέβουν» την δική μας ιστορία. «Κατασκευάζουν» την ιστορία τους με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που την κατασκευάσαμε κι εμείς στα μέσα του 19ου αιώνα –οπότε και ενσωματώθηκε για πρώτη φορά η αυτοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στο εθνικό μας αφήγημα. Οι γείτονες μας δεν είναι τίποτα περισσότερο από ότι απέμεινε στην γεωγραφική Μακεδονία μετά την εξαιρετικά πετυχημένη και ταυτόχρονα βίαιη προπαγάνδα Ελλήνων και Βουλγάρων. Όσοι ξέχασαν να πάνε στην Εκκλησία την ημέρα που είχε έρθει ο παπάς από την Αθήνα και όσοι έκαναν κοπάνα από το σχολείο όταν μιλούσε ο δάσκαλος από την Σόφια, δεν έμαθαν ποτέ ότι κατάγονται ταυτόχρονα από τον Περικλή και τον Μεγαλέξανδρο ή από τον Σαμουήλ και τον Μεγαλέξανδρο, αντίστοιχα. Χρειάστηκε να περιμένουν αρκετά χρόνια ακόμα ώστε να έρθει ο δάσκαλος από το Βελιγράδι και να τους εξηγήσει ότι σε αντίθεση με όλους τους άλλους κατάγονται απευθείας από τον Μεγαλέξανδρο, και χρειάστηκε να περιμένουν κι άλλα πενήντα χρόνια για να μας το πουν κι εμάς –όταν κατέρρευσε η Γιουγκοσλαβία. Φυσικά εμάς μας φάνηκε ταυτόχρονα αστείο και ηλίθιο, γιατί μετά από τόσα χρόνια τον δικό μας τον παπά από την Αθήνα κανείς δεν τον θυμάται ως προπαγανδιστή. Ενώ τον Τίτο τον ξέρουμε όλοι τι πονηρός ήταν…

Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι όταν δεχτεί κανείς αυτή την αρχική υπέρβαση του δικού του εθνικισμού, υπάρχει ο κίνδυνος να προσγειωθεί στην αγκαλιά του εθνικισμού του γείτονα. Γιατί ενώ εγώ είμαι απόλυτα διατεθειμένος να αποκαλώ τους γείτονες με όποιο όνομα επιθυμούν η πολιτική πραγματικότητα είναι τέτοια που η δική μου άποψη δεν μετράει, ούτε θα έπρεπε να μετράει τελικά τόσο πολύ. Γιατί αν οι γείτονες μας θέλουν να λέγονται «Μακεδόνες» και επιθυμούν να πιστεύουν ότι κατάγονται από τον Μέγα Αλέξανδρο, και ταυτόχρονα το ίδιο πιστεύουν και πολλοί Έλληνες γεννάται ένα σοβαρότατο πρακτικό ζήτημα. Ένα ζήτημα βασισμένο σε μια στρεβλή αντίληψη της ιστορίας, αναμφίβολα, αλλά πραγματικό όσο εγώ κι εσείς. Ένα ζήτημα κατασκευασμένο κοινωνικά, οπωσδήποτε, αλλά αληθινό όσο ο Βαρδάρης που κυλάει ανέμελος στην γη των Μακεδόνων. Το ζήτημα αυτό είναι πολιτικό αλλά και ηθικό: Δικαιούται κανείς να μονοπωλεί αυτό το όνομα; Ανεξάρτητα, λοιπόν, από το αν εγώ, προσωπικά, τους το χαρίζω, εφόσον η μάνα μου, τα αδέρφια μου, όλο μου το σόι και όλοι σχεδόν οι γνωστοί μου δεν τους το χαρίζουν, και αμοιβαίως δεν μας το χαρίζουν κι οι άλλοι η στρεβλή και κατασκευασμένη αντίληψη της ιστορίας μετατρέπεται σε κάτι περισσότερο από απλό λάθος. Μετατρέπεται σε ένα σημαντικό ζήτημα ταυτότητας δυο λαών και ως τέτοιο δεν είναι ούτε δευτερεύον, ούτε ανόητο, ούτε και μπορεί κανείς ελαφρά τη καρδία να το ξεπετάξει ως απλή ανοησία επειδή αναφέρεται σε «αρχαιότητες». Το πολιτικό πρόβλημα είναι υπαρκτό και πρέπει να έχει μια δίκαιη λύση. Σε μια ιστορία που και οι δυο πλευρές έχουν ιστορικά διαστρεβλωμένες από την προπαγάνδα απόψεις, όμως, που να την βρεις τη δίκαιη λύση;

Θεωρώ ότι η ελληνική θέση που ζητά γεωγραφικό προσδιορισμό της γειτονικής χώρας δεν είναι ούτε υπερβολική, ούτε εθνικιστική, αλλά αντιθέτως αρκετά δίκαιη με βάση τις αμοιβαία αποκλειόμενες -και εξίσου ανιστόρητες- αντιλήψεις που κυριαρχούν από τις δυο πλευρές των συνόρων. Η γειτονική χώρα υπήρξε στο παρελθόν θύμα της ακραίας εθνικιστικής μας αντίδρασης η οποία έφτασε μέχρι το καταγέλαστο και θλιβερό εμπάργκο μας. Είναι λογικό η στάση τους απέναντι μας να έχει σκληρύνει και είναι λογικό να μη μας βλέπουν με πολύ μεγάλη συμπάθεια. Αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια, ενδυναμωμένοι καθώς είναι από τις συνεχείς αναγνωρίσεις και στηριζόμενοι από την –εύλογη- αμερικανική συμπάθεια έχουν καταστεί απότομα και αδικαιολόγητα αδιάλλακτοι. Είναι σαφές ότι θεώρησαν ότι δεν χρειάζεται να συζητήσουν μαζί μας από τη στιγμή που σπάσαμε τα μούτρα μας πάνω στο ίδιο μας το εμπάργκο και από τη στιγμή που κανείς δεν μας έδινε σημασία. Είναι σαφές ότι επιδιώκουν –όπως επιδιώκαμε κάποτε κι εμείς- να μονοπωλήσουν το όνομα της Μακεδονίας αν και οι γνωστές κατηγορίες περί αλυτρωτισμού πάνε το θέμα πολύ πολύ μακριά και δεν έχουν και μεγάλη σοβαρότητα. Άσχετα με τις μπαρούφες περί αλυτρωτισμού όμως, είναι σαφές ότι η ελληνική θέση –μετριασμένη από τις πολλές διεθνείς σφαλιάρες αν μη τι άλλο- είναι σαφέστατα πιο δίκαιη για έναν αντικειμενικό παρατηρητή από ότι η απόλυτη θέση μονοπώλησης του ονόματος που προβάλλει η ΠΓΔΜ. Κι αυτό, γιατί όπως σωστά παρατηρεί το ΛΑΟΣ μέσα στο παραλήρημά του, η λέξη Μακεδονία (στην σύνθετη ονομασία) αρκεί από μόνη της για να δημιουργήσει την απαιτούμενη εθνική ταυτότητα στους γείτονες. Ο γεωγραφικός προσδιορισμός είναι -σε τελική ανάλυση- η αναγκαία πολιτική συμβιβαστική κίνηση για να ικανοποιήσεις τις ευαισθησίες του διπλανού σου. Το «Δημοκρατία της Μακεδονίας» για το οποίο επιμένει σήμερα η ΠΓΔΜ είναι η μαξιμαλιστική θέση -όχι "αντικειμενικά" άλλα μέσα στο πλαίσιο της πολιτικής διαμάχης και της πραγματικότητας που αυτή δημιουργεί- είναι ολόκληρη η πίτα, την οποία θα ήθελαν να πάρουν με τσαμπουκά, απαντώντας στον ελληνικό τσαμπουκά της δεκαετίας του ’90 -έτσι για να μας δείξουν! Κατανοητό, αλλά εξίσου εθνικιστικό με τις εγχώριες παραλλαγές του είδους. Εφόσον, όσοι δεν είμαστε εθνικιστές και αντιμαχόμαστε τον εθνικισμό, ζητάμε κατανόηση για τις θέσεις των γειτόνων μας, πρέπει να αναμένουμε -ή και να απαιτούμε- το ίδιο.

Από αυτή την άποψη το ελληνικό βέτο είναι απολύτως δικαιολογημένο, όσον αφορά την πολιτική πλευρά του ζητήματος -και έχω την εντύπωση και από την στρατηγική. Όχι όμως και από τη νομική! Κι αυτό γιατί όπως είναι γνωστό, έχουμε δεσμευτεί ρητώς να μην ασκήσουμε βέτο στην γειτονική χώρα εφόσον εμφανιστεί με αυτό το όνομα σε διεθνείς οργανισμούς. Η ελληνική αιτίαση περί μη ύπαρξης σχέσεων καλής γειτονίας λόγω αλυτρωτικών βλέψεων της γείτονος δε θα στεκόταν σε κανένα σοβαρό δικαστήριο. Ας είμαστε σοβαροί, η ΠΓΔΜ σίγουρα υπήρξε καλύτερη γείτονας για εμάς, απ’ ότι εμείς για αυτούς. Ένα μνημείο με την «μεγάλη Μακεδονία» και ένα αεροδρόμιο «Μέγας Αλέξανδρος» αποδεικνύουν επεκτατικές βλέψεις μόνο στους επισκέπτες του βιβλιοπωλείου «Ιερά Ελλάς». Και μάλλον κι αυτοί γελάνε.

Αν η Ελλάδα πέρασε τις εξετάσεις του βέτο με άριστα, αυτό δεν το έκανε λόγω της νομικής της θέσης, η οποία κατά το κοινώς λεγόμενο «δεν υπήρχε», αλλά γιατί η Ελλάδα έχει πάψει εδώ και καιρό να θεωρείται παράλογη χώρα και όταν εξηγεί στους συμμάχους της ότι για κάποιον παράξενο λόγο ενδιαφέρεται πολύ για ένα θέμα δεν κοιτάζονται όλοι με αηδία μουρμουρίζοντας «Όχι πάλι αυτοί οι Έλληνες», όπως κάποτε. Και, βέβαια, γιατί η Ελλάδα σε τελική ανάλυση είναι μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ και άρα έχει άσσους στο μανίκι. Ας μη γελιόμαστε, όμως: Οι μικροί τραμπούκοι της υπόθεσης υπήρξαμε εμείς. Η ΠΓΔΜ έπαιξε δίκαια, έφαγε ένα εμπάργκο χωρίς προηγούμενο και κατάφερε να γυρίσει το παιχνίδι σε όφελος της. Φυσικά και ήθελε να τα πάρει όλα στο τέλος. Και φυσικά η Ελλάδα με τη «κατανόηση» των συμμάχων της, για να αποφύγει αυτή την εξέλιξη πήρε το τέρμα στην πλάτη και το μετακίνησε δέκα μέτρα παρακάτω την ώρα του κρίσιμου πέναλτι.

Που καταλήγει κανείς με μια φράση;
Σε μια ανιστόρητη ιστορία η Ελλάδα υποστήριξε μια δίκαιη θέση με άδικα μέσα.

Υ.Γ. Αξίζουν συγχαρητήρια, πάντως, στην ελληνική κυβέρνηση όχι τόσο για το βέτο (που ήταν πράγματι μονόδρομος), όσο για το τελικό ψήφισμα που συνδέει τη λύση με την ένταξη. Βουκουρέστι όπως Ελσίνκι έστω και για μια μπαρούφα για εθνικό θέμα...