24.4.08

Ξέρω τι έκανες πριν ένα μήνα στο Βουκουρέστι...

Ύστερα από αρκετό καιρό και αφού σκέφτηκα, ξανασκέφτηκα και άλλαξα γύρω στις 19 φορές γνώμη (αυτή η ιστορία πραγματικά με έχει μπερδέψει όσο τίποτε άλλο τελευταία, λέτε να φταίει η υπερβολική θολοκουλτούρα;) νομίζω ότι καταλήγω στα εξής, όχι ιδιαίτερα επαναστατικά, αλλά πάντως επιγραμματικά:
1) Συμφωνώ με τη γενικότερη λογική του Αλέξη, μάλιστα εκτιμώ πολύ πως θέτει το ζήτημα περί προσγείωσης στον εθνικισμό του γείτονα. Παρ' όλα αυτά εξακολουθώ να πιστεύω ότι εμείς που "αντιμαχόμαστε τον εθνικισμό" πρέπει να παίζουμε και λίγο το δικηγόρο του διαβόλου και να προσπαθούμε να εισάγουμε στη δημόσια συζήτηση τον τρόπο που βλέπουν οι "άλλοι" την ιστορία αυτή, καθ' ότι αν δεν το κάνουμε εμείς, στην Ελλάδα που καίγονται βιβλία ιστορίας επειδή επιχειρούν να αμφισβητήσουν την κρατούσα ιδεολογία, δεν πρόκειται να το κάνει κανένας. Δύο σχετικές παρατηρήσεις, λοιπόν:

α)Είναι, νομίζω, πραγματικά σημαντικό να καταλάβουμε τι ακριβώς συνέβη στο Βουκουρέστι. Για τους λόγους που πολύ σωστά περιγράφει ο Αλέξης, μπορούμε να πούμε πως το Βουκουρέστι αποτελεί μία τακτική "νίκη" της ελληνικής πλευράς. Καλό όμως είναι να διευκρινίσουμε πως η νίκη αυτή δε σημαίνει σε καμία περίπτωση πλήρη δικαίωση της ελληνικής θέσης στο ζήτημα, ιδιαίτερα της πλέον εξτρεμιστικής έκφανσης της (Η Μακεδονία είναι και θα είναι μόνο ελληνική). Γι' αυτό, καλό θα είναι να μην παρασυρόμαστε σε θριαμβολογίες και να νιώθουμε πως επιτέλους οι ξένοι μας κατάλαβαν και αγκάλιασαν τα ελληνικά δίκαια. Αυτό που έγινε είναι ότι (από κάποια, σημαντικά, άλλα όχι όλα, τα μέλη του ΝΑΤΟ) επιβραβεύτηκε το γεγονός πως στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή η Ελλάδα έχει κάνει μεγαλύτερες παραχωρήσεις και αντίστοιχα αποδοκιμάστηκε η "καβάλα στο άλογο" νοοτροπία της κυβέρνησης της ΠΓΔΜ. Όλα αυτά, πάντα υπό το πρίσμα του γενικότερου κλίματος που υπήρχε, το οποίο «σήκωνε» μερικές μικρές μαγκιές από τους Ευρωπαίους προς τις ΗΠΑ. Κατά τ’ άλλα, προσοχή, ΔΕΝ πρόκειται να λένε όλοι από δω και πέρα τη γείτονα χώρα Σκόπια, βγάζοντας τους τη γλώσσα, ούτε θα σνομπάρουν το αεροδρόμιο τους επειδή σφετερίζεται το όνομα του μεγάλου Έλληνα Στρατηλάτη.
Το λέω αυτό γιατί, κατά την άποψη μου, εγκυμονεί ο κίνδυνος, παρερμηνεύοντας το τι συνέβη στο Βουκουρέστι να βρεθούμε προ εκπλήξεως και μεγάλης απογοητεύσεως στο μέλλον ως έθνος. Αν, δηλαδή, πιστέψουμε ότι τέρμα με το πρόβλημα, το λύσαμε με μία μονομαχία στον πράσινο βάλτο του Βουκουρεστίου (και επειδή είχαμε τον μεγαλύτερο παλικαρά με τους καλύτερους φίλους αποκρούσαμε τους κακοποιούς και τα τσιράκια τους–κάτι σαν τους 7 σαμουράι δηλαδή με τον Καραμανλή να ντύνεται Τζον Γουέιν), μάλλον η τελική λύση πρόκειται να μας απογοητεύσει. Φαίνεται αυτό, άλλωστε, από τον εντελώς αρνητικό τρόπο που έχει υποδεχτεί η ελληνική κοινή γνώμη τη διαφαινόμενη νέα πρόταση Νίμιτς (Νέα Μακεδονία), παρότι έχω την αίσθηση πως η ελληνική διπλωματία θα πέταγε και τη σκούφια της για μία τέτοια λύση. Μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι οι δηλώσεις του Αμερικανού υφυπουργού Εξωτερικών περί Μακεδονικής εθνότητας και γλώσσας πριν από κάποιες βδομάδες θεωρήθηκαν περίπου εχθρική πράξη από το σύνολο των μέσων και της κοινής γνώμης. Και μου έκαναν εντύπωση γιατί η λογική λέει, αν έχεις συμβιβαστεί, ως χώρα, με την ιδέα ότι τον γείτονα σου θα τον λένε «Κάπως Μακεδονία» –και όλος ο καυγάς γίνεται πια για το ποιό θα είναι αυτό το κάπως- έ, τότε θα πρέπει να σου φαίνεται φυσιολογικό ο λαός που κατοικεί σε αυτή τη χώρα αυτή να ονομάζεται μακεδονικός και η γλώσσα που μιλάει, oh mondieu, μακεδονική (έστω και καπωςμακεδονική, you get the point). Έτσι και αλλιώς, όλα αυτά σε επίπεδο ανθρώπων δεν έχουν και πολλή σημασία. Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι οποιαδήποτε κατάληξη και αν έχει αυτή η ιστορία, στην Ελλάδα θα λέμε τους γείτονες μας Σκοπιανούς, χωρίς να το πολυσκεφτόμαστε, και εκείνοι (μαζί με την πλειονότητα του υπόλοιπου κόσμου, όχι από κανένα ανθελληνισμό παρά για λόγους απλής ευκολίας) θα μιλάνε μακεδονικά και θα λέγονται μακεδόνες σκέτο.
β) Στα περί Ελσίνκι, είναι απολύτως κατανοητή και η πρωτότυπη σκέψη του Αλέξη και ο ειλικρινής εκνευρισμός του Χρήστου. Και αυτό, γιατί το Βουκουρέστι είναι μία ελαφρώς διαφορετική ιστορία, κυρίως γιατί δεν υπάρχει στη μέση Κύπρος (και όπως και να το κάνεις, μία Κύπρος πάντοτε περιπλέκει τα πράγματα). Πράγματι, και στο Ελσίνκι και στο Βουκουρέστι, ένα διμερές πρόβλημα με μία γειτονική χώρα ξέφυγε από αυτό το κανονιστικό πλαίσιο και εντάχθηκε στο συλλογικό προβληματισμό ενός διεθνούς οργανισμού, στον οποίο μετέχει η Ελλάδα και επιθυμεί να μετάσχει η γειτονική χώρα. Η Ελλάδα πέτυχε, δηλαδή, και στις δύο περιπτώσεις, να υποχρεώσει τη γειτονική χώρα με την οποία είχε το πρόβλημα να δεσμευτεί ότι θα εργαστεί ειλικρινά και ουσιαστικά για να το λύσει, έχοντας στην άκρη της διαδρομής ως «καρότο» την ένταξη στον διεθνή οργανισμό, είτε είναι αυτός η Ευρωπαϊκή Ένωση είτε το ΝΑΤΟ. Η διαφορά είναι πως στο Ελσίνκι η κυβέρνηση Σημίτη ήρε το αδιάλλακτο και απόλυτο βέτο προς την ένταξη της Τουρκίας, το οποίο αποτελούσε την πάγια ελληνική θέση μέχρι τότε, και το έκανε ένταξη υπό προϋποθέσεις, εμπλέκοντας μάλιστα πολύ έξυπνα και το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ως τελικό πεδίο επίλυσης της διαφοράς. Με αυτό τον τρόπο κέρδισε τις εντυπώσεις και στην Τουρκία αλλά και προς τους υπόλοιπους ευρωπαίους εταίρους, αφού πλέον δεν παρουσιαζόταν ως η μικρόψυχη γείτονα χώρα που για ιδιοτελείς λόγους δεν αφήνει την Τουρκία να ενταχθεί στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Φυσικά, ακριβώς το αντίθετο συνέβη στην περίπτωση του Βουκουρεστίου καθώς, τουλάχιστον για την ΠΓΔΜ, η Ελλάδα είναι ο κακός της υπόθεσης που δεν αφήνει το μικρό κράτος δίπλα της να προοδεύσει.
Πως μπορεί, λοιπόν, το Ελσίνκι που άνοιξε την πόρτα της Ευρώπης στην Τουρκία και μας εμφάνισε ως καλούς, αναρωτιέται ο εκνευρισμένος Χρήστος, να συγκρίνεται με το Βουκουρέστι, όπου κλείσαμε την πόρτα της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και ο πρωθυπουργός μας ντύθηκε στα γκεσταπί; Παραδόξως, μπορεί. Ίσως αποτελεί λογική υπέρβαση αλλά νιώθω πως το Βουκουρέστι δεν είναι Ελσίνκι αλλά προ-Ελσίνκι. Ουσιαστικά δηλαδή, στη Συνδιάσκεψη του ΝΑΤΟ θέσαμε το βέτο που, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, πρόκειται να άρουμε στο μέλλον. Σε εκείνη τη μελλοντική Συνδιάσκεψη, θα μπορούμε να μιλάμε για ένα νέο Ελσίνκι. Τώρα, γιατί ο Καραμανλής έφτιαξε τις προϋποθέσεις για ένα νέο Ελσίνκι, τη στιγμή που δεν εκμεταλλεύτηκε καθόλου τις δυνατότητες που του δίνονταν από το original Ελσίνκι σχετικά με την επίλυση των Ελληνοτουρκικών διαφορών, είναι ένα μυστήριο αντίστοιχο της κατασκευής της πυραμίδας της Γκίζας, χωρίς, φυσίκά, με τη διαφορά ότι η Γκίζα είχε και την κατάρα του Φαραώ για περισσότερο σασπένς.

2) Άσχετα από αυτά, καλό θα είναι να κάνουμε όλοι μαζί ένα ομαδικό φροντιστήριο για το τι ακριβώς σημαίνει αυτή η όμορφη λέξη που θυμηθήκαμε τελευταία στην Ελλάδα: αλυτρωτισμός (λέω θυμηθήκαμε γιατί έχουν περάσει καμία 90αριά χρόνια από τότε που αλυτρωτισμός στην περιοχή υπήρξε κυρίως ελληνικός). Γιατί, οκ, το δυάρι όπου μένω στο Χαλάνδρι να το υπερασπιστώ μέχρι τελευταίας ρανίδος σε περίπτωση που οι Γκρουέφσκι και Μιλοσόφσκι (σαν τους μπάλκαν Μπουτς και Κάσιντυ) θέλουν να το απαλλοτριώσουν υπέρ Μεγάλου Αλεξάνδρου Μακεντόνσκι, αλλά να βαφτίζεται αλυτρωτισμός κάθε δήλωση ΠΓΔΜιανου πολιτικού, διπλωμάτη ή μπακάλη που αναφέρεται στη διένεξη, ε, είναι κομμάτι υπερβολικό.
Αλυτρωτισμός δεν είναι όταν μας κοροϊδεύουν εμφανίζοντας μας σαν τον Μπόρατ, όσο και να μας εκνευρίζει. Αλυτρωτισμός, επίσης, δεν είναι να εμφανίζουν τον Καραμανλή με στολή γκεστάπο ή τη σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό, ή τα διάφορα γραφικά βιντεάκια στο youtube που, σε σπαστά αγγλικά, αναγγέλλουν τον τρίτο βαλκανικό πόλεμο και εμφανίζουν τη Λιβαδειά ως ακριτική πόλη της «Μακεδονίας», όσο και αν αυτά μας εξοργίζουν. Ούτε φυσικά, οι διαφωνίες περί ιστορίας, Μεγαλέξανδρου και συνακόλουθα ποιος έχει το δικαίωμα να ονομάζει έτσι το αεροδρόμιο του, έχουν καμία σχέση με τον αλυτρωτισμό. Και τέλος, ΔΕΝ είναι αλυτρωτισμός όταν οι δίπλα μας θεωρούν ότι υπάρχει κάποια, μικρή ή μεγάλη, μειονότητα ομοεθνών τους στη χώρα μας, της οποίας τα θεμελιώδη δικαιώματα εμείς καταπατούμε, όσο και να ανησυχεί η κυρία Παπαρήγα του διεθνιστικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Αλλιώς, να σταματήσουμε να ενδιαφερόμαστε για τους ομοεθνείς μας στη Νότια Αλβανία (στα ελληνικά, αυτή είναι η Βόρεια Ήπειρος, αλλά αυτό ξέχασα, δεν είναι αλυτρωτικό) φοβούμενοι μήπως οι από κει γείτονες μας εγκαλέσουν και μας για «αλυτρωτισμό».
Αλυτρωτισμός, τουλάχιστον τέτοιος που να μπορεί να λογίζεται απειλητικός, υπάρχει όταν ένας λαός ενεργά θεωρεί πως υπάρχουν σκλαβωμένες πατρίδες, εδάφη, γη, με υπόδουλους ομοεθνείς πληθυσμούς, που πρέπει δια της βίας και πάση θυσία να απελευθερωθούν και να ενταχθούν στη μητέρα πατρίδα. Και κυρίως, όταν όλη αυτή η ιδεολογία είναι επιδοτούμενη, ελεγχόμενη και στηριζόμενη από το κράτος (state-sponsored). Και εν πάση περιπτώσει, εάν τον Καραμανλή τον ενοχλούν τόσο πολύ αυτά τα αλυτρωτικά ξεσπάσματα των γειτόνων, ας ρωτήσει τον κουμπάρο του τον Ταγίπ τι σκέφτονται εκεί στη Τουρκιά για όσους ενοχλητικούς γείτονες ονειρεύονται νυχθημερόν πως θα τους κατακτήσουνε ξανά την ομορφότερη τους Πόλη...