11.6.08

Ο μύθος του Ρεχακλή


Η Ελλάδα είναι, πράγματι, η χώρα των Γιακουμάτων. Είναι η χώρα που όλοι τα ξέρουν όλα καλύτερα από τους ειδικούς, και όπου με το πρώτο στραβοπάτημα ο χθεσινός ήρωας γίνεται σημερινός αποδιοπομπαίος τράγος. Η ιστορία είναι παλιά, πολύ παλιά, και οι γραφικότητες του Γιακουμάτου εναντίον του Ρεχάγκελ μετά το 1-4 από την Τουρκία είναι πταίσμα , αν σκεφτεί κανείς ότι ρίξαμε σε μπουντρούμι τον Κολοκοτρώνη.

Η Ελλάδα όμως δεν είναι μόνο η χώρα των Γιακουμάτων. Είναι και η χώρα των αντι-Γιακουμάτων, κατηγορία στην οποία ανήκω -υπερήφανα- τις περισσότερες φορές κι εγώ. Όπως φανερώνει και το όνομα της -με το "αντί" μπροστά- η κατηγορία αυτή έχει ένα χαρακτηριστικό που είναι και το μεγάλο της ελάττωμα. Συχνά ετεροπροσδιορίζεται. Βλέπει τις φάτσες που κυκλοφορούν στην άλλη πλευρά και επειδή αρνείται να ταυτιστεί μαζί τους, χαράζει μια νοητή γραμμή και στέκεται ακριβώς απέναντι. Η περίπτωση του Ότο Ρεχάγκελ είναι ενδεικτική.

Ο Γερμανός προπονητής προκάλεσε τον κοινό νου των Ελλήνων φιλάθλων πολλές φορές μέχρι σήμερα, τόσο όσον αφορά τους παίκτες που επιλέγει ή δεν επιλέγει, όσο και σε σχέση με την τακτική του. Απέναντι στους Γιακουμάτους που φώναζαν αγριεμένοι για τις επιλογές του Ρεχάγκελ στήνονταν, ωστόσο, κάθε φορά χαρακώματα από τους υπερασπιστές του, οι οποίοι στο τέλος έβγαιναν πάντοτε νικητές. Ο χερ Ότο, άλλωστε, είχε στο χέρι του ένα τρομερό όπλο. Είχε οδηγήσει την ελληνική εθνική ομάδα στον πιο μεγάλο και ανυπέρβλητο θρίαμβο της ιστορίας της. Είχε πετύχει το ακατόρθωτο. Ποιος να διαμαρτυρηθεί εντόνως για την απουσία του Στολτίδη, όταν οι ανάλογες κραυγές για τον Ζήκο έσβησαν μέσα στην αποθέωση από την κατάκτηση της κούπας; Ο Ότο πάντα κάτι ήξερε παραπάνω. Κι ο ίδιος, άλλωστε, διατηρούσε όλα αυτά τα χρόνια ένα ολύμπιο-γερμανικό ύφος σαν πραγματικός Ρεχακλής με το οποίο ήταν αδύνατο να τα βάλουν γραφικές ελληνικές μούρες σαν του Γιακουμάτου και του Σακελαρόπουλου. Είχε τα αποτελέσματα, είχε και το ύφος της αυθεντίας, ήταν ακαταμάχητος.

Ομολογώ ότι μέχρι και το τέλος του χθεσινοβραδινού αγώνα με την Σουηδία εξακολουθούσε να μου ασκεί την ίδια γοητεία ως σοφός γερό-Ρεχακλής που πάντα κάτι παραπάνω ξέρει με το πονηρό μυαλό του. Παρά την απογοήτευση και το μούδιασμα για την ήττα και κυρίως για το φρικτό αντιποδόσφαιρο της Εθνικής -το οποίο ΔΕΝ έχω ξαναδεί σε ποδοσφαιρικό αγώνα και το οποίο ΔΕΝ έχει καμιά σχέση με τον τρόπο που αγωνιζόμασταν είτε στην Πορτογαλία, είτε στα προκριματικά- δεν είχα χάσει την εμπιστοσύνη μου στην αυθεντία του Ρεχάγκελ. Την έχασα με τις δηλώσεις του.

Με το ίδιο, πάντα, ύφος αυθεντίας αλλά με εμφανή τα σημάδια της απογοήτευσης και του θυμού στο πρόσωπό του, ο Ρεχάγκελ υποτίμησε ξανά και ξανά τους ποδοσφαιριστές του, φτάνοντας στο σημείο να δηλώσει ότι αν παίζαμε την Σουηδία στα ίσια θα χάναμε με 5-0. Καταρχήν, επί της ουσίας, αυτό που είπε ο Ρεχάγκελ ήταν βλακώδες και δεν ισχύει. Κατά δεύτερον, και άσχετα με την ουσία της δήλωσης, το γεγονός ότι το πιστεύει λέει πάρα πολλά για τον ίδιο αλλά και για όσα έχουν συμβεί τα τελευταία τέσσερα χρόνια στην Εθνική ομάδα, ξεκινώντας από το θριαμβευτικό Euro 2004.

Καταρχήν ο Ρεχάγκελ προτίμησε, για ακόμη μια φορά, να ρίξει την ευθύνη στους παίκτες αντί να την επωμιστεί ο ίδιος. Στοιχείο της προσωπικότητας του ενδιαφέρον αλλά δευτερεύον. Το σημαντικότερο είναι ότι αποκάλυψε, στην ουσία, πόσο λίγη εμπιστοσύνη έχει στους ποδοσφαιριστές του και πόσο μεγάλη ιδέα έχει για τον εαυτό του. Αν η ομάδα που κέρδισε το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα πριν από τέσσερα χρόνια και προκρίθηκε "αέρα" στο φετινό είναι μια ομάδα που σύμφωνα με τον ίδιο της τον προπονητή αξίζει 5 γκολ από τη χθεσινή Σουηδία, αναρωτιέται κανείς, πώς κατάφερε όλα όσα κατάφερε. Ο καθένας μπορεί να έχει την δική του απάντηση σε αυτό το ερώτημα, αλλά ο χερ Ότο φαίνεται πω έχει την δική του: Τα κατάφερε χάρη στον ίδιο...

Αυτά όλα δε λένε πολλά. Ο Ρεχάγκελ ίσως δεν απέχει πολύ από τον τυπικό ματαιόδοξο προπονητή που πιστεύει ότι πρέπει πάντα να γίνεται το δικό του, ιδίως όταν καταφέρνει τέτοιο άθλο με την ομάδα μιας ποδοσφαιρικά υπανάπτυκτης χώρας. Αλλά μέσα από όλη αυτή την κουβέντα αντιλαμβάνομαι τελικά ότι είναι αδύνατο ένας άνθρωπος με τον χαρακτήρα του Ρεχάγκελ να ενέπνευσε στ' αλήθεια την πορεία της Ελλάδας το 2004. Αν σήμερα πιστεύει αυτά που πιστεύει, έχοντας στα χέρια του καλύτερη ομάδα από αυτήν που είχε πριν 4 χρόνια, μπορώ να φανταστώ με ποια λογική κατέβηκε σε εκείνο το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα. Μπορεί ο Ρεχάγκελ να έστησε την ομάδα του σωστά, δηλαδή αμυντικά, για να κερδίσει ότι μπορούσε από τις αντεπιθέσεις αλλά αυτό που κέρδισε τελικά, δεν μπορώ να το αποδώσω στον ίδιο. Γιατί η υπέρβαση που έκανε η ελληνική ομάδα στα γήπεδα της Πορτογαλίας ήταν πρώτα και πάνω απ' όλα ψυχολογική και όχι υπέρβαση τακτικής. Μια μέτρια ομάδα δεν φτάνει να σηκώσει το τρόπαιο χάρη στην τακτική της. Το πολύ πολύ να φτάσει ως τους 8. Από εκεί και πέρα η κάθε υπέρβαση που ακολουθεί την προηγούμενη μπορεί να γίνει μόνο αν υπάρχει η σπάνια αυτοπεποίθηση, η ψυχική δύναμη, η πίστη ότι μπορεί να γίνει το θαύμα.

Αν και ποτέ δεν πίστεψα ότι κερδίσαμε το κύπελλο χάρη στην μαγική τακτική του Ρεχάγκελ, μπορούσα, ωστόσο, να πιστέψω ότι κερδίσαμε (και) χάρη στην έμπνευση και την αυτοπεποίθηση που ενδεχομένως μετέδωσε στους παίκτες του. Σήμερα όμως αμφιβάλλω. Ίσως να κάνω λάθος, αλλά με τις χθεσινές δηλώσεις του ο Ρεχάγκελ μου έδωσε να καταλάβω ότι πιστεύει στ' αλήθεια ότι το Euro το κέρδισε χάρη στην μαγική τακτική του και ότι ο ίδιος ως προπονητής ήταν αυτός που έκανε τη διαφορά, έχοντας να συντονίσει ένα τσούρμο ατάλαντους. Πως θα μπορούσε ένας τέτοιος άνθρωπος να εμπνεύσει την πίστη στο ακατόρθωτο που μας χάρισε το κύπελλο στην Πορτογαλία;

Δεν ήμουν στα αποδυτήρια, ούτε ξέρω τον Ρεχάγκελ προσωπικά. Αν ισχύει όμως αυτό που φαντάζομαι και περιγράφω τόση ώρα τότε ήρθε η στιγμή όχι απλώς να ψάξουμε αλλού τους λόγους για τον θρίαμβο, αλλά και να αναζητήσουμε τον τρόπο με τον οποίο κατάφεραν, τότε, οι παίκτες να ξεπεράσουν ακόμα και την υποτίμηση του ίδιου του προπονητή τους.

Υ.Γ. Παραθέτω δυο στοιχεία, έστω ανεκδοτολογικά, που μπορούν να στηρίξουν την θέση μου. Πρώτον, θυμάμαι να διαβάζω σε ρεπορτάζ του Αλέξη Σπυρόπουλου το 2004 για τις τάσεις αυτονόμησης συγκεκριμένων παικτών μες στον αγώνα σε σχέση με τις οδηγίες του Ρεχάγκελ. Η αρχηγική μορφή του Ζαγοράκη εντός και εκτός γηπέδου ίσως να αποτελεί ένα από τα χαμένα κομμάτια της εξίσωσης. Δεύτερον, οι φάτσες και οι δηλώσεις των Ελλήνων παικτών χθες μετά το παιχνίδι -πολύ πιο προσεκτικές από του προπονητή τους- έμοιαζαν να αποτυπώνουν απογοήτευση όχι μόνο για το αποτέλεσμα, αλλά και για την επιλογή του τρόπου παιχνιδιου (όπως παρατήρησε και ο χαμένος blogger Χρήστος Ασπιώτης...)

8.6.08

Ο ανώριμος λαός και ο κ. Χατζηγάκης

"Το συμφωνητικό έτσι όπως θα κατατεθεί στη Βουλή θα αφορά τους ετερόφυλους. Από εκεί και πέρα, θα δούμε, όταν η κοινωνία ωριμάσει, αν ωριμάσει πάνω σε αυτό, το θέμα θα προχωρήσει. Η νομοθετική πρωτοβουλία και οι νομοθετικές ρυθμίσεις γίνονται απαντώντας στις απαιτήσεις της κοινωνίας. Σήμερα η κοινωνία ζητά αυτό. Από εκεί και πέρα θα δούμε. Πιστεύω πως η ελληνική κοινωνία είναι σήμερα ανώριμη σε αυτό το θέμα"
Τάδε έφη Υπουργός Δικαιοσύνης, Σωτήρης Χατζηγάκης

Μεταφράζω:

"Εγώ είμαι ένας φιλελεύθερος πολιτικός που δεν έχω κανένα πρόβλημα με τους ομοφυλόφιλους και αν ήταν στο χέρι μου θα περνούσα νομοσχέδιο που θα προέβλεπε σύμφωνο συμβίωσης και για αυτούς. Δυστυχώς όμως ο λαός μας είναι ανώριμος και το πολιτικό κόστος μιας τέτοιας απόφασης είναι πολύ μεγάλο, και εμείς τα νομοσχέδια δεν τα καταθέτουμε με βάση τις πεποιθήσεις μας για το καλό της κοινωνίας, ούτε βέβαια σκοπεύουμε να έρθουμε σε ρήξη μαζί της. Κάνουμε ότι πιστεύουμε ότι θέλει ο κόσμος."

Υπέροχα. Με μια φράση ο υπουργός κατόρθωσε, διαδοχικά, να προβάλλει τον εαυτό του, να υποτιμήσει τους ακροατές του και να αποδείξει ότι η μοναδική λογική με την οποία λαμβάνει αποφάσεις είναι το πολιτικό κόστος. Και εις ανώτερα.

Υ.Γ. Το αιώνιο πρόβλημα της κυβέρνησης Καραμανλή αποτυπώνεται εξαιρετικά εύγλωττα σε αυτή την εντελώς ξεδιάντροπη δήλωση του κ. Χατζηγάκη. Το πρόβλημα είναι πώς να διατηρήσεις επαφή, ταυτόχρονα, με δυο διαφορετικά ακροατήρια που επιθυμούν να ακούνε εντελώς διαφορετικά πράγματα. Από τη μια η παραδοσιακή λαϊκή δεξιά, από την άλλη η φιλελεύθερη πτέρυγα. Ο κύριος Χατζηγάκης επέλεξε έναν πρωτότυπο τρόπο για να γεφυρώσει το χάσμα: Διαχώρισε την θέση του από αυτό που ο ίδιος φαίνεται να αντιλαμβάνεται ως "ανώριμο λαό" αφού πρώτα του έκανε το χατίρι.