13.12.08

Η χώρα των βιρτουόζων

Η γενικευμένη αντιπάθεια ενός μεγάλου -και σε γενικές γραμμές φιλήσυχου- κομματιού της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στην αστυνομία δεν οφείλεται σε κάποια ευρεία «αντιεξουσιαστική» τάση των Ελλήνων, όσο στην ιδιαίτερη σχέση αστυνομίας-πολιτών (και κατ’ επέκταση κράτους-πολιτών) στη χώρα μας. Κατά τη διάρκεια της επαφής του αστυνομικού με τον πολίτη το κεντρικό ερώτημα δεν είναι «ξέρεις τι λέει ο νόμος;», αλλά «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;». Και εκεί που οι σχέσεις είναι προσωπικές, το ίδιο συμβαίνει και με τις αντιπάθειες.

Επειδή η σχέση είναι προσωπική και μόνο αχνά διαμεσολαβείται από κανόνες, η επίκληση του νόμου -αυτού του ουδέτερου γραφειοκρατικού κατασκευάσματος που έχει φτιαχτεί για να ξεπερνά τις προσωπικές σχέσεις- θεωρείται εν μέρει και ως εκδήλωση «δειλίας» ή «ανικανότητας». Τόσο οι αστυνομικοί όσο και οι πολίτες έχουμε έμφυτη τη στάση που αποτυπώνεται στο χαρακτηριστικό: «Άσε να το χειριστώ εγώ». Το οποίο δεν σημαίνει τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο, απ’ το ότι η εξέλιξη της κατάστασης δεν είναι αμετάκλητη (ένεκα του νόμου), αλλά επιδέχεται χειρισμών, αρκεί να ξέρεις να τους κάνεις. Η επίκληση του νόμου είναι η ύστατη λύση και συχνά υποδηλώνει ότι εκείνος που τον επικαλείται στερείται κάποιων βασικών χαρισμάτων που θα του επέτρεπαν να επιβιώσει και χωρίς αυτόν.

Αυτή η έλλειψη σαφώς καθορισμένων ορίων σημαίνει ότι ο Έλληνας αστυνομικός έχει πολύ μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο θα χειριστεί το ρόλο του, σε σχέση με το μέσο Ευρωπαίο συνάδελφό του, αλλά ταυτόχρονα στερείται ένα μέρος της νομιμότητας που απολαμβάνουν οι τελευταίοι. Αν για παράδειγμα αποκαλέσεις «μαλάκα» έναν Βρετανό αστυνομικό θα βρεθείς δεμένος χειροπόδαρα στο άψε-σβήσε, ανεξαρτήτως του ποιος είναι ο αστυνομικός (ως άνθρωπος) που βρίσκεται απέναντί σου. Για αυτό το λόγο και οι Βρετανοί δεν διανοούνται να το κάνουν, παρά μόνο όταν είναι μεθυσμένοι, δηλαδή όταν δεν έχουν το μυαλό στο κεφάλι τους. Αν, πάλι, αποκαλέσεις «μαλάκα» έναν Έλληνα αστυνομικό τότε κανείς δεν μπορεί εκ των προτέρων να προβλέψει τι θα επακολουθήσει, γιατί η συγκεκριμένη πράξη δεν ερμηνεύεται με βάση κάποιους σταθερούς κανόνες που ισχύουν πάντα και για όλους, αλλά σχετίζεται άμεσα με το κοινωνικό context της συνάντησης και κυρίως με το «ποιος είσαι εσύ» και το «ποιος είναι αυτός». Αν του το πεις αρκετά πειστικά κι αν ο αστυνομικός πιστεύει, πράγματι, πως είναι μαλάκας, τότε μπορεί να το δεχτεί στωικά, να κουνήσει το κεφάλι και να τραβήξει το δρόμο του. Αν είναι τυπικός, αλλά συγχρόνως αναγνωρίζει ότι στη χώρα αυτή μπορεί κανείς που και που να λέει τους αστυνομικούς «μαλάκες», τότε είναι πολύ πιθανό να απαντήσει απλώς: «Σας παρακαλώ πολύ κύριε». Αν δεν πιστεύει ότι είναι μαλάκας και αντιθέτως τα πηγαίνει πολύ καλά με τον εαυτό του, μπορεί να απαντήσει αγέρωχα: «Μαλάκας είσαι και φαίνεσαι». Αν δεν τα πηγαίνει καλά με τον εαυτό του, αν κουβαλάει τρέλα και αν θέλει κάπου να την ξεσπάσει μπορεί και να βρεθείς φυτεμένος. Έχοντας εσωτερικεύσει σε μεγαλύτερο βαθμό το ρόλο του, ο Βρετανός δεν βιώνει τη βρισιά ως προσωπικό ντέρτι και προσβολή, όπως αντιθέτως το νιώθει ο Έλληνας. Ο Βρετανός δεν θα σε ρωτήσει: «Ποιον είπες μαλάκα ρε; Τον Κώστα; Τον Μπάμπη; Τον Μήτσο;». Γνωρίζεις κι εσύ και γνωρίζει κι αυτός ότι ο Κώστας, ο Μπάμπης κι ο Μήτσος δεν έχουν καμία σχέση με τη συγκεκριμένη σύγκρουση.

Η αγριότητα και η ομορφιά αυτής της χώρας έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι τυπικές κοινωνικές αλληλεπιδράσεις όπως αυτή του αστυνομικού και του πολίτη, οι οποίες είναι πολύ περισσότερο προβλέψιμες ως προς τα αποτελέσματά τους σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, σε εμάς παραμένουν εξαιρετικά απρόβλεπτες και ανοιχτές σε κάθε ενδεχόμενο. Ο πολίτης δεν μπορεί να νιώθει ούτε απόλυτα ασφαλής, όταν δεν έχει τίποτα να κρύψει, αλλά ούτε και καταδικασμένος όταν παραβιάζει το νόμο. Καθώς είμαστε αλλεργικοί στις απόλυτες και ριζικές λύσεις, αφήνουμε πάντοτε ένα αρκετά μεγάλο περιθώριο αυτοσχεδιασμού στον κάθε ρόλο (πολίτης, αστυνομικός, δημόσιος υπάλληλος, πολιτικός κοκ.), το οποίο ο καθένας μας πρέπει να καλύψει με βάση το προσωπικό του ταλέντο και την έμπνευση της στιγμής.

Δεδομένων όλων αυτών, η νέα κατάσταση που διαμορφώνεται από την ολοκληρωτική πόλωση ενός μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας με την αστυνομία αναμένεται να έχει ακόμη πιο παράξενα και πιθανώς καταστροφικά αποτελέσματα, καθώς η πίεση αυτής της πόλωσης θα οδηγεί πολίτες και αστυνομικούς σε όλο και πιο ακραίες εκδοχές του ρόλου τους. Οι πιο ευαίσθητοι μπάτσοι θα ξεσπάνε σε κλάματα κάθε φορά που θα τους στραβοκοιτάζει ο γιος τους, και οι νταήδες θα μας πλακώνουν στα χαστούκια για ψύλλου πήδημα, όπως ακριβώς αποτυπώνεται σε βίντεο που έχει ανέβει τις τελευταίες ημέρες στο ίντερνετ. Όσο επικίνδυνα ανεπαρκής είναι η γνώση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας για κάποιον που θα προσπαθήσει να οδηγήσει στους ελληνικούς δρόμους, τόσο ανεπαρκής θα αναδεικνύεται η γνώση του νόμου στις συναντήσεις των πολιτών με την ελληνική αστυνομία από εδώ και στο εξής, εφόσον παγιωθεί αυτή η ακραία και αμοιβαία έλλειψη εμπιστοσύνης.

Φυσικά και δεν έγινε καμιά επανάσταση στην Ελλάδα τις τελευταίες ημέρες. Απλώς, οι κοινωνικές σχέσεις στη χώρα μας είναι φτιαγμένες για βιρτουόζους που μπορούν να ζουν χωρίς την ασφάλεια και την προβλεψιμότητα που προσφέρουν τα προστατευτικά δίχτυα των κανόνων. Η αυθαιρεσία ονομάζεται επινοητικότητα και η ανασφάλεια γίνεται τρόπος ζωής. Κάποια στιγμή από το άγχος κάποιος θα σπάσει. Όταν σπάσει ο αστυνομικός αρπάζει το περίστροφο, όταν σπάσουμε οι υπόλοιποι αρπάζουμε τα καδρόνια.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Ωραία τα λες Αλέξη.
Έχω μάθει πως είσαι ελεύθερος, θέλεις να με παντρευτείς;